Οδός ονείρων

647 36 5
                                    

H Ελένη σηκώθηκε αξημέρωτα από το κρεβάτι της και περπατώντας στις μύτες των ποδιών της, βγήκε από το δωμάτιο, χωρίς να ξυπνήσει τις αδερφές της. Ανάθεμα και αν είχε καταφέρει να κλείσει έστω για λίγες ώρες τα μάτια της το προηγούμενη βράδυ. Η αγωνία και η προσμονή του ταξιδιού την είχε κυριεύσει και δεν μπορούσε να ηρεμήσει.

Θα τον έβλεπε ξανά. Έπειτα από τόσο καιρό θα αντίκριζε ξανά το πρόσωπο του. Θα κλεινόταν στην αγκαλιά του. Θα φιλούσε τα κατακόκκινα χείλη του. Θα ήταν και πάλι ευτυχισμένη στο πλευρό του.

Ένα κύμα αισιοδοξίας και χαράς την διαπέρασε και αισθάνθηκε σαν να ξαναγεννιέται. Σαν να έκανε μια καινούρια αρχή. Μια καινούρια αρχή μαζί του. Χαμογέλασε πλατιά. Κοίταξε την κλειστή πόρτα της κάμαρης του πατέρα της. Το βλέμμα της σκοτείνιασε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Την πονούσε το ότι αναγκαζόταν να φύγει σαν τον κλέφτη, χωρίς να του πει κουβέντα, μα ήξερε πως δεν είχε άλλα περιθώρια. Έπρεπε να το κάνει. Αν ήθελε να είναι αληθινά ευτυχισμένη, έπρεπε να φύγει κρυφά.

Έψησε στα γρήγορα ένα καφέ. Άλειψε με μαρμελάδα δύο φρυγανιές, τις οποίες ούτε που άγγιξε. Το στομάχι της είχε γίνει κόμπος. Ούτε μία μπουκιά δεν άντεχε να καταπιεί. Το ζεστό ρόφημα ταξίδεψε μονομιάς σε όλο της το κορμί και της πρόσφερε την ηρεμία που τόσο χρειαζόταν.

Έπειτα, έβγαλε από την τσάντα της ένα κομμάτι χαρτί και πήρε ένα μολύβι που ήταν ξεχασμένο πάνω στο τραπέζι. Ήθελε να μιλήσει με τις αδερφές της πριν φύγει, μα δεν μπορούσε. Κάποια από τις δύο θα την μαρτυρούσε, άθελα της, στον πατέρα τους και εκείνος θα κινούσε Γη και ουρανό για να την βρει. Προτίμησε, λοιπόν, να τους γράψει ένα γράμμα...

Αγαπημένε μου πατέρα, αγαπημένες μου αδερφές,

Δεν ξέρω ποια δύναμη σε ώθησε και εναντιώθηκες στην ευτυχία μου, μα δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω έτσι. Δεν μπορώ να ζήσω άλλο μακριά του! Σκέψου μόνο ότι θα είμαι ευτυχισμένη. Σας αγαπώ και τους τρεις πολύ,

Η Λενιώ σας

Το χέρι της έτρεμε σαν ψάρι έξω από το νερό. Τελείωσε το γράψιμο, άφησε κάτω το μολύβι και ξανά διάβασε το γράμμα. Ανάθεμα και αν καταλάβαινε η ίδια τι είχε γράψει. Ακόμα και εκείνη δεν έβγαζε τα γράμματα της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το ρολόι πάνω στο τζάκι.

Κόντευε σχεδόν 6 η ώρα. Σε λίγο θα ξυπνούσε ο πατέρας της για να πάει στα χωράφια. Έπρεπε να φύγει. Σηκώθηκε από την καρέκλα, έβαλε το παλτό της και πήρε στα χέρια της μια τσάντα που είχε βάλει μέσα μερικά ρούχα.

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα