Στα όρια.

By den-pernaw-kala2

137K 8K 32.7K

Ήταν αργά το απόγευμα όταν συναντήθηκαν. Εκείνα τα λεπτά που ο ήλιος ανταμώνει για λίγο τη σελήνη. Περπατούσε... More

Πρόλογος.
1. Ανατολή.
2. Δύση.
3. Η αρχή του τέλους.
4. Αστέρια.
5. Σκέψεις.
6. Φοβίες: ο καθρέφτης των νεκρών συναισθημάτων.
7. Καθρέφτες.
8. Όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης.
9. Απαλός, ζεστός, καπνός.
10. Μεταξύ παραδείσου και κολάσεως.
11. Que sera sera.
12. Τίποτα καλύτερο από το ξαφνικό.
13. Το μεγαλύτερο δώρο του θεού.
14. Σκιές.
15. Σκοτεινές θάλασσες.
16. Μια νέα ζωή.
17. Αξίζεις περισσότερα απ' όσα πιστεύεις.
18. Η ομορφιά κρύβεται στ' απλά.
19. Ο αγώνας είναι μακρύς και τελικά είναι μόνο με τον εαυτό σου.
20. Όταν δίνουμε μια υπόσχεση πρέπει να την κρατάμε.
21. Δεν αρκεί να προσπαθεί μόνο ο ένας.
22. Κάτι έχει αλλάξει.
23. Μη χάσεις ποτέ την ελπίδα σου.
24. Μη γυρνάς πλάτη στα προβλήματα σου, αντιμετώπισε τα.
25. Η χαμένη αθωότητα.
26. Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, το θέμα είναι να ξέρουμε να τους συγχωρούμε.
27. Η όγδοη τέχνη.
28. Ουδείς αναντικατάστατος.
29. Ο μόνος που χρειάζεσαι για να παραμείνεις ζωντανός είναι ο εαυτός σου.
30. Ένα λεπτό είναι αρκετό.
31. Καταδικασμένοι.
32. Η λεπίδα της αδιαφορίας.
33. Κρυφτό: το παιχνίδι των ύπουλων και των δειλών.
34. Ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στο τόπο του εγκλήματος.
35. Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα.
36. Το κλουβί.
37. Η γραμμή ανάμεσα στη φιλία και τον έρωτα είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
38. 'Εκρηξη.
39. Όλοι κάτι κρύβουμε.
40. Σημαντικοί άλλοι.
41. Ενός κακού μύρια έπονται.
42. Η συγγνώμη έρχεται μετά την αδιαφορία.
43. Έκλειψη ηλίου.
44. Μια λάμψη ευτυχίας.
45. Τα χρωστούμενα.
46. Ρολόι που συνεχώς ξεκουρδίζεται.
47. Η αδυναμία πολλές φορές κοστίζει ακριβά.
48. Πλάτη.
49. Οι άνθρωποι αλλάζουν (;).
50. Τραγική ειρωνεία.
51. Το σχοινί της προδοσίας.
52. Μια ευκαιρία.
53. Ο μεγαλύτερος θύτης του εαυτού σου είσαι εσύ.
54. Το μυαλό είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου.
55. Η ελπίδα ισοδυναμεί με παραίτηση και ζω σημαίνει δεν παραιτούμαι.
56. Ένας φαύλος κύκλος.
57. Αγάπη είναι οτιδήποτε μπορείς ακόμα να προδώσεις.
58. Φτου ξελευθερία!
59. Η σιωπή έχει φωνή κι αυτά που λέει τσακίζουν.
60. Εν λευκώ.
61. Φωτιά.
62. Αυτός που θέλει να γεννηθεί, πρέπει πρώτα να καταστρέψει έναν κόσμο.
63. Ρώσικη ρουλέτα.
64. Βαριά σώματα.
65. Συνώνυμο της τρέλας είναι ο έρωτας.
66. Άρρωστη κατάσταση.
67. Μην επιτρέψεις σε κανέναν να πατήσει το εγώ, την καρδιά και την ψυχή σου.
68. Λεηλασία.
69. Η κούραση της ψυχής δεν περνάει με τον ύπνο.
70. Τα λάθος μονοπάτια οδηγούν πάντα σε γκρεμό.
71. Πού 'ναι η αγάπη;
72. Η θάλασσα της απελπισίας.
73. Το τέλος των Σαββάτων.
74. Σαρξ εκ της σαρκός μου.
75. Το τέρας της απογοήτευσης.
77. Μια εύθραυστη καρδιά από πέτρα.
78. Κατάματα.
79. Η πτώση.
80. Το σκοτάδι της ψυχής δεν το καίει το ξημέρωμα.
81. Μάτια κλειστά.
82. Σκόνη στον άνεμο.
83. Στάδιο πρώτο: Άρνηση.
84. Για δυο ζωές ακόμα.
85. Ψυχές στον πάγο.
86. Στάδιο δεύτερο: Θυμός.
87. Η κορύφωση του δράματος.
88. Στάδιο τρίτο: Διαπραγμάτευση.
89. Το κορίτσι στον καθρέφτη.
90. Συγχωρώ σημαίνει δίνω χώρο.
91. Στάδιο τέταρτο: Κατάθλιψη.
92. Να (σου) ανήκεις.
93. Βαβέλ.
94. Στα όρια.
95. Η μέρα της λύτρωσης.
96. Η μάνα γεννάει μα δεν μοιραίνει. Ι
97. Η μάνα γεννάει μα δεν μοιραίνει. ΙΙ
98. Στάδιο πέμπτο: Αποδοχή (?).
Επίλογος: Το τελικό αντίο.
Bonus Chapter: Τι είναι η ζωή; Μια βόλτα μικρή!

76. Κόλαση είναι η αιώνια απουσία.

991 58 238
By den-pernaw-kala2

~Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και, το πρωί, τό' κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα*, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ' ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι' αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.~

•Μπέρτολτ Μπρεχτ.
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)

Σεπτέμβριος του 2021.

Με τσάκισε.
Με έκανε κομμάτια.

Σου ορκίζομαι, εκείνη τη μέρα -την τελευταία μέρα που η καρδούλα του χτύπησε μέσα μου- η δική μου καρδιά έγινε πέτρα κι ας ξέρω πως ήταν η μόνη επιλογή που είχα. Δεν ήθελα να το καταδικάσω σε μια τέτοια ζωή: μητέρα καταθλιπτική, μπαμπάς ναρκωμανής κι ένας κόσμος που βυθίζεται στη βία κάθε μέρα που περνάει.

Δεν του άξιζε.
Θα το πονούσαν κι αυτή η σκέψη με σκοτώνει κι άλλο.

Παρόλα αυτά, σε ευχαριστώ που μου απέδειξες περίτρανα πόσο καλά έκανα και προχώρησα σε αυτή την κίνηση. Πόσο καλά έκανα που δεν βασίστηκα πάνω σου. Πόσο καλά έκανα που μίλησα στη μαμά μου και είχα εκείνη μαζί μου.

Σου είχα ζητήσει ένα πράγμα.
Μόνο ένα πράγμα, Lucas: να είσαι στο πλευρό μου.

Και για ακόμα μια φορά έκανες το ακριβώς αντίθετο! Και δεν επιβεβαίωσες μόνο εμένα, αλλά και όλους όσους προσπάθησαν να μου βάλουν μυαλό αυτόν τον έναν χρόνο. Με ντρόπιασες σε όλους αυτούς που δεν σταμάτησαν να με ρωτάνε...

«Γιατί δεν τον αφήνεις;»
«Σε πληγώνει.»
«Δεν σου αξίζει! Δεν το βλέπεις;»
«Γιατί του τα συγχωρείς όλα;»

Όλο τα ίδια και τα ίδια. Όλο οι ίδιες ερωτήσεις. Κάθε φορά, σε κάθε τι που μου έκανες αυτές οι φράσεις δεν έφευγαν στιγμή από τ' αυτιά και το μυαλό μου. Τους φαινόταν παράλογο που έμενα μαζί σου, απίστευτο! Το πιστεύεις;

Δεν καταλάβαιναν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι μου έδινε δύναμη να συνεχίσω να προσπαθώ για σένα! Το θεωρούσαν άρρωστο κι ίσως όντως να είναι! Όμως, ακόμα και τώρα απορώ, δεν έβλεπαν πώς με κοιτούσες κάθε φορά που σε πλησίαζα; Δεν έβλεπαν στα μάτια σου τις αστραπές;

Τα βεγγαλικά; Τα πυροτεχνήματα; Τ' αστέρια; Δεν τα έβλεπαν; Ούτε αυτά τα έβλεπαν;

Δεν ήθελα και ούτε μπορούσα να σε χάσω. Μπορώ να το παραδεχτώ πια. Δεν ήθελα να φύγω από αυτό που είχαμε -αυτή την παράνοια που κάποτε ονομάσαμε σχέση, νομίζοντας πως θα πετύχει. Ούτε τώρα θέλω κι ας ξέρω πως είναι λάθος, ίσως το μεγαλύτερο μου!

Γιατί με έριξες στην κόλαση, θυμάσαι;
Με έκανες να αισθανθώ λίγη, θυμάσαι;
Με έσπρωξες στην αγκαλιά της αμφισβήτησης, του πόνου, της ντροπής, θυμάσαι;

Κι όμως, μετά απ' όλα αυτά (κι όσο τραγελαφικό κι αν ακούγεται) δεν άντεχα στη σκέψη να μην είμαι μαζί σου. Με τρόμαζε. Ο πόνος που ένιωθα ήταν και είναι ακόμα πιο δυνατός από αυτό που ήδη ένιωθα.

Γιατί το κακό με εμάς τους ανθρώπους τελικά, είναι ότι δεν ξέρουμε πότε πρέπει να φεύγουμε. Κι ακόμα κι αν το ξέρουμε δεν το κάνουμε, γιατί φοβόμαστε τον πόνο.

Ακόμα πιάνω τον εαυτό μου μερικές φορές να αναρωτιέται: τι είναι αυτό που φοβόμουν πραγματικά;

Τον πόνο, που τόσο απλόχερα μου χάρισες, ή εμένα;

Πίσω.
Μάιος του 2021.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Είναι ξαπλωμένη στην κούνια αυλής της Debbie και του Ian, έχοντας τα μάτια της κλειστά. Ζαλίζεται λιγάκι και ο συνεχής πονοκέφαλος που έχει αυτές τις μέρες την έχει τρελάνει. Το μόνο που την παρηγορεί είναι η κατανόηση και η στήριξη της Θάλειας τις τελευταίες μέρες, από τη μέρα που έμαθε δηλαδή. Ξεφυσάει· αυτή η χρονιά πάει από το κακό στο χειρότερο και φυσικά, έρχεται και συνέχεια. Το δροσερό αεράκι ανακουφίζει λιγάκι το φλεγόμενο πρόσωπο της.

«Γειά σου, μικρό μου!» η φωνή του Aaron την αναγκάζει να ανοίξει τα βλέφαρά της και να έρθει αντιμέτωπη με ένα άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι και το πλατύ του χαμόγελο. Αναστενάζει κουρασμένη.

«Όχι πάλι εσύ!» μονολογεί, κλαψουρίζοντας σχεδόν. Αισθάνεται μια κάποια χαρά που τον βλέπει, μα κυρίως σκέφτεται πως είναι ο τελευταίος άνθρωπος που χρειάζεται αυτή τη στιγμή. Ο ξανθός άγγελος, απτόητος από τα λόγια της και χωρίς να τον έχουν αγγίξει ούτε στο ελάχιστο, γελάει δυνατά. Στο γέλιο του πνίγει ένα μειδίαμα.

«Κι εμένα μου έλειψες, όμορφη!» τη σκουντάει απαλά στα πόδια κι αυτή σηκώνεται, κολλώντας το κορμί της στην άκρη της κούνιας. Κάθεται δίπλα της, ενώ αφήνει μια μαύρη με κόκκινη τσάντα γυμναστηρίου στο γρασίδι. Τρίβει τα χέρια του στην μαύρη φόρμα του.
«Πώς είσαι; Η θεία μου μου είπε πως είσαι λίγο αδιάθετη.» ρωτάει με ένα ενδιαφέρον που ελάχιστα εκτιμάται, καθώς βολεύεται δίπλα της. Η Αυγή κρατιέται να μη γελάσει.

Ζήτησε από τη μαμά της να μη μάθει κανένας τόσο για την εγκυμοσύνη όσο και για την έκτρωση και είναι κάτι που η Θάλεια σεβάστηκε, ακριβώς όπως και όφειλε να κάνει. Ωστόσο, επειδή η ψυχολογική της κατάσταση έχει εισβάλει για τα καλά στη σωματική, έπρεπε να βρουν μια πειστική δικαιολογία για τον λόγο που η Αυγή μοιάζει με φάντασμα. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.

«Καλά είμαι. Απλά έφαγα κάτι και με πείραξε.» αρκείται να απαντήσει, παρόλα αυτά ο παλιός της εαυτός θα είχε κάνει ήδη ένα πάρα πολύ κακό αστείο για το τι ακριβώς έφαγε. Στη σκέψη αυτή μειδιάζει. Κουνάει το κεφάλι θετικά και αφού πρώτα ψελλίσει ένα «περαστικά» βγάζει από την τσέπη του το πακέτο με τα τσιγάρα. Η Αυγή το παρατηρεί και ταράζεται.
«Συγγνώμη, θα καπνίσεις;» κάνει σαστισμένη. Και μόνο στη θέα του τσιγάρου αναγουλιάζει. Ξεφυσάει διακριτικά και κοιτάει ψηλά στον ουρανό· η ώρα είναι μόλις επτά το απόγευμα. Ο ουρανός είναι ακόμα τόσο φωτεινός που κάνει τα μάτια της να πονάνε. Σχεδόν ανυπομονεί να βραδιάσει.

«Ναι.» γελάει ελαφρά στη χαζή της ερώτηση. Είναι όμορφος όταν γελάει και είναι κάτι που η Αυγή όσο κι αν δεν το θέλει παρατηρεί αμέσως.
«Θες;» τείνει τον μικρό θάνατο προς το μέρος της. Ακόμα να ξεχάσει με πόσο θράσος του το είχε αρπάξει την προηγούμενη φορά από τα χείλη. Μορφάζει.

«Όχι, ευχαριστώ.» ξινίζει, όμως δεν το παρατηρεί.

'Αυτό μου έλειπε!'

Στερεώνει το τσιγάρο ανάμεσα στα ζωηρά του χείλη και το ανάβει βιαστικά. Εισπνέει μια γερή τζούρα. Η ησυχία ανάμεσα τους είναι τόσο βολική που η Αυγή νιώθει να χαλαρώνει. Όταν φυσήξει τον καπνό προς τα έξω, πέφτει σχεδόν όλος πάνω στο χλωμό της πρόσωπο. Το στομάχι της συσπάται. Σηκώνεται αυτόματα από την κούνια και τρέχει στην άλλη μεριά του κήπου, σε μια παρατημένη κούτα με κάτι χαρτιά και άλλα ξεχασμένα αντικείμενα μέσα και αδειάζει το περιεχόμενο του στομάχου της. Θέλει να κλάψει. Δεν αντέχει άλλο. Όλο αυτό την έχει διαλύσει.

Ο Aaron την κοιτάει παγωμένος να αφήνει τα μέσα της στην κούτα και προσπαθεί να επεξεργαστεί την εικόνα μπροστά του. Σβήνει το τσιγάρο βιαστικά στο πακέτο του και σχεδόν τρέχει προς το μέρος της. Το χέρι της τον σταματάει από το να την αγγίξει και το σέβεται. Το συνοφρύωμα στο πρόσωπο του δείχνει πεντακάθαρα την ανησυχία του από την κατάσταση της. Το τελευταίο που θέλει είναι να την ταράξει περισσότερο.

«Γαμώτο...» την ακούει να ψιθυρίζει, λίγο πριν συνεχίσει. Ο Aaron μορφάζει στον ήχο και καλύπτει το στόμα του με το χέρι του, όμως δεν λέει κάτι. Είναι το χειρότερο του οι εμετοί.

«Μην ανησυχείς, μικρό. Για πέταμα πήγαιναν αυτά, έτσι κι αλλιώς!» ακούει τη φωνή του να απομακρύνεται, κι αυτό γιατί πλησιάζει την τσάντα του ώστε να βγάλει από μέσα ένα μπλε πακέτο με χαρτομάντιλα. Ωστόσο, την κάνει να γελάσει ελαφρά λίγο πριν αναστενάξει.
«Πάρε.» της δίνει το χαρτί και ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα βγάζει και μια μικρή συσκευασία από κράκερ την οποία αφήνει δίπλα της, μαζί μ' ένα μπουκαλάκι νερό -όχι για να πιει. Κάθεται κι αυτός στο γρασίδι.

«Ευχαριστώ.» η αδυναμία της τον αγχώνει κάπως, αλλά το αποδίδει στην τροφική δηλητηρίαση.

«Μην το συζητάς.» παίρνει τη ματιά του από πάνω της, για λίγο μόνο· μέχρι να βρέξει ελαφρά ένα κομμάτι χαρτί ώστε να το αγγίξει στο πρόσωπο της, πράγμα που η κοπέλα κάνει δίχως δεύτερη σκέψη. Ένα αίσθημα ανακούφισης την χαλαρώνει λιγάκι και χαίρεται γι'αυτό.
«Μήπως να φωνάξω τη μαμά σου;» προτείνει, όμως κουνάει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά με άρνηση.

«Δεν χρειάζεται, είμαι εντάξει.» ψελλίζει κουρασμένη και δεν την πιέζει περισσότερο.
«Εσύ πού χάθηκες τόσο καιρό;» αλλάζει θέμα και τον κοίτα με καθαρή περιέργεια.

«Είχα πάει στο Λονδίνο να δω τους δικούς μου. Χθες γύρισα!» την ενημερώνει όλο χαρά κι εκείνη απλά γνέφει θετικά. Δεν την πολύ-νοιάζει έτσι κι αλλιώς. Ο Aaron καρφώνει το βλέμμα του στο καστανό δικό της. Η σπονδυλική της στήλη ανατριχιάζει.
«Για σένα γύρισα.» προσθέτει κλείνοντας της το μάτι, μα με φωνή πιο σοβαρή από ποτέ. Σουφρώνει τα χείλη της κλαψουρίζοντας.

«Να μου κάνεις τη χάρη! Έχω ήδη αρκετά προβλήματα και χωρίς την παρουσία σου. Δεν χρειάζομαι άλλα!» τον διαβεβαιώνει σε έναν ειρωνικό τόνο που τον διασκεδάζει απίστευτα. Ωστόσο, βλέπει πως η άλλοτε παιχνιδιάρικη διάθεση της έχει χαθεί, γεγονός που τον αγχώνει.
«Γιατί δεν πας να βασανίσεις κανένα άλλο κοριτσάκι, άνθρωπε μου;» μεταξύ σοβαρού και αστείου ρίχνει αυτή την ερώτηση.

«Όταν βρω κοριτσάκι που μου γαμάει το μυαλό περισσότερο από σένα, να είσαι σίγουρη πως θα την τιμήσω με την παρουσία μου στη ζωή της! Αχάριστο κοράσιο!» την πειράζει γελώντας στο τέλος, όμως στην απάντηση του υπάρχει και μια δόση αλήθειας. Η Αυγή μειδιάζει.
«Μέχρι τότε, θα με ανεχτείς. Αποδέξου το, μικρό! C'est la vie!» λέει την τελευταία φράση στα γαλλικά, μ' ένα γλυκό προσποιητό χαμόγελο. Η κοπέλα μορφάζει.

«Σιχαίνομαι τα γαλλικά!» ψελλίζει ξεφυσώντα, κόβοντας ένα μικρό κομμάτι από το κράκερ θέλοντας να διώξει την απαίσια γεύση που έχει στο στόμα της. Ένα τσούξιμο στο στήθος την ρίχνει κι άλλο. Κοιτάει τα χέρια της με παράπονο.

'Σιχαίνομαι τα γαλλικά...πια.'

«Είναι Γαλλίδα, έτσι;» η ερώτηση του την ξαφνιάζει. Γυρίζει να τον κοιτάξει μπερδεμένη, μασώντας αργά. Ο ξανθός άγγελος χαμογελά αινιγματικά.
«Η ερωμένη του μπαμπά σου εννοώ. Γαλλίδα δεν είναι;» σοκάρεται τόσο από τα λόγια, όσο κι από τη σιγουριά στο ύφος του. Στα όμορφα χαρακτηριστικά του δεν υπάρχει η αμφιβολία. Πνίγεται και βήχει.

«Τι σκατά λες;» έχει σταματήσει ν' αναπνέει. Το βλέμμα της έχει σκοτεινιάσει.

«Και όχι οποιαδήποτε Γαλλίδα, αλλά η μια και μοναδική Claire. Η φίλη σου.» συνεχίζει το σκεπτικό του, δίχως να πάρει τη ματιά του από πάνω της. Τα χείλη της αρχίζουν να τρέμουν και η καρδιά της πάλλεται σαν τρελή. Προσπαθεί να μείνει ψύχραιμη.
«Γι'αυτό και δεν μιλάτε πια.» προσθέτει σιγανά. Δεν της χαμογελάει. Ούτε λίγο.

«Μαλακίες.» οριακά φτύνει τη λέξη, παρόλο που θέλει να ουρλιάξει. Αφήνει το μπισκότο στην άκρη, της κόπηκε η όρεξη. Γυρίζει το βλέμμα της αλλού και νιώθει την ανάγκη να καλύψει τ' αυτιά της.

'Μη μιλάς άλλο, σε παρακαλώ...'

«Πάει καιρός από τότε που το κατάλαβα. Δηλαδή, εντάξει, από το πάρτυ της Θάλειας είχα πάρει μυρωδιά τι συμβαίνει. Το βλέμμα που μου έριξε ο μπαμπάς σου, ο πανικός της Claire όταν είπες ότι ήρθε, ο τρόπος που με έσπρωξε μακριά της μετά από εκείνο το χαζό φιλί.» με κάθε του λέξη νιώθει όλο και πιο χαζή. Κάθε μικρή φράση της δείχνει για ακόμα μια φορά όλα όσα δεν έβλεπε. Ήταν μπροστά στα μάτια της. Όλα ήταν μπροστά στα μάτια της. Και η αναγούλα επιστρέφει πιο δυνατή από πριν.
«Γι'αυτό και σταμάτησαν να σου αρέσουν τα γαλλικά, ενώ η θεία μου μου είπε τις προάλλες ότι τα λατρεύεις.» η ευκολία με την οποία μιλάει τη ζαλίζει. Ο ουρανός από πάνω της αρχίζει να γυρίζει. Ζαλίζεται. Δεν αντέχει άλλο.

«Μαλακίες! Όλα όσα λες δεν έχουν καμία γαμημένη βάση!» βρίζει ξανά, χτυπώντας το χέρι της στο έδαφος. Κουράστηκε με όλα αυτά.
«Και επιτέλους, δηλαδή! Με τη θεία σου άλλη δουλειά δεν έχετε; Όλο για μένα μιλάτε;» εκνευρισμένη, πιάνεται από την τελευταία φράση, καθώς δεν θέλει ούτε στο ελάχιστο να τον επιβεβαιώσει. Παρόλα αυτά, με τη στάση της αυτό κάνει. Οπότε, όταν την ακούσει γελάει ελαφρά διασκεδασμένος. Τα νεύρα της φτάνουν στο κόκκινο.
«Κανόνισε να πεις αυτές τις μπούρδες στη μαμά μου και, ορκίζομαι Aaron, θα σε σκίσω! Λες και δεν έχει ήδη πολλά στο κεφάλι της!» δήθεν τον απειλεί, μα στην πραγματικότητα είναι ένα βήμα πριν πέσει στα πόδια του και τον παρακαλέσει.

«Εντάξει.» συμφωνεί τελικά. Η Ελληνίδα, αφήνει μια ανάσα και ξαπλώνει στο γρασίδι. Κλείνει τα βλέφαρά της για λίγο. Ο Aaron μιμείται τις κινήσεις της, ωστόσο πριν κλείσει κι αυτός τα δικά του μάτια, την κοιτάει κλεφτά και χαμογελάει. Για λίγο πέφτει ανάμεσα τους σιωπή. Τα ρούχα του θα γίνουν χάλια, μα είναι το τελευταίο που τον νοιάζει.
«Είσαι ακόμα με τον-» διστακτικά κάνει να ρωτήσει.

«Ναι.» τον προλαβαίνει προτού τελειώσει τη φράση του. Το αγόρι γνέφει θετικά. Τώρα κοιτούν κι οι δυο τον γαλανό ουρανό. Ο πόνος που αισθάνεται μεγαλώνει κάθε λεπτό που περνάει και σχεδόν απορεί· μα πώς γίνεται;
«Οπότε σταμάτα να προσπαθείς!» υψώνει το φρύδι αλαζονικά. Μοιάζει απαίτηση, όμως είναι έκκληση. Και το καταλαβαίνει από τον τρόπο που αποφεύγει να τον κοιτάξει καθώς σηκώνεται από το δροσερό χορτάρι.

Αυτόματα σηκώνεται κι αυτός και την αρπάζει απότομα από το χέρι. Η Αυγή τινάζεται ενστικτωδώς και τον αγριοκοιτάζει έξαλλη, τραβώντας με λύσσα το χέρι της από το κράτημα του. Οι ανάσες της βγαίνουν βαθιές και τα μάτια της κοκκινίζουν σχεδόν αμέσως. Του θυμίζουν αίμα. Μπερδεύεται και απορεί. Δεν καταλαβαίνει γιατί φέρεται έτσι.

«Μην τολμήσεις και με ξανά αγγίξεις. Ποτέ. Μ' ακούς;» γρυλίζει θυμωμένη. Το αίμα βράζει στις φλέβες της και το αίσθημα της απειλής ολοένα και μεγαλώνει μέσα της. Δεν νιώθει ασφαλής. Πουθενά.
«Σταμάτα να ασχολείσαι μαζί μου, Aaron! Είναι χαμένη υπόθεση! Απλά στα-μά-τα!» συλλαβίζει με κοφτή φωνή, οριακά τρέμοντας από τη σύγχυση.

'Είμαι χαμένη υπόθεση.'

«Αυγή χαλάρωσε.» ζητάει. Το σμίξιμο ανάμεσα στα φρύδια του δείχνει πόσο παράλογη βρίσκει τη στάση της -ως προς την απτική επαφή πάντα. Εκείνη όμως κάθε άλλο παρά χαλαρώνει. Αντίθετα, θυμώνει περισσότερο.
«Και στην τελική, αν δεν ήθελες να σε ενοχλώ δεν θα μου άφηνες το περιθώριο να το κάνω. Αν ήθελες αποκλειστικά τον Lucas θα ήσουν μαζί του αυτή τη στιγμή.» συμπληρώνει με υφάκι.

Σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος και τον κοιτάει, περνώντας τη γλώσσα της πάνω από τα ξεραμένα χείλη της. Κάνει ένα βήμα μπροστά και με μια ανεξήγητη αυτοπεποίθηση σκύβει μπροστά του. Τα χείλη του Aaron χωρίζονται. Μπερδεύεται. Η απότομη εναλλαγή στη διάθεσή της από λεπτό σε λεπτό τον τρομάζει όλο και περισσότερο. Δαγκώνει τα χείλη της προκλητικά και με ερωτισμό.

«Ξέρεις κάτι; Έχεις δίκιο!» γελάει δυνατά ακόμα πιο προκλητικά. Ο άνδρας ξεροκαταπίνει. Πλησιάζει κι άλλο. Περνάει τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του και τεντώνεται. Τα χείλη της βρίσκονται μόλις ένα χιλιοστό από το να φιλήσουν τα δικά του. Την κοιτάει ζαλισμένος.
«Γι'αυτό, πάω να βρω τον Lucas!» του κλείνει το μάτι με νόημα και, αφήνοντας τον σύξυλο, φεύγει με άνεση από τον κήπο.

Ο Aaron μένει καρφωμένος στη θέση του όσο την κοιτάει να απομακρύνεται. Ξεφυσάει.

«Τι έχεις πάθει;» μονολογεί ψιθυριστά, καθώς αυτή έχει ήδη φύγει.

(...)

«Έχεις άγχος;» χαϊδεύει τρυφερά και πολύ αργά το μάγουλο της κι εκείνη σαν γατούλα, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη ζέστη και την ασφάλεια που της προσφέρει, κάτι που τον εκπλήσσει. Αφήνει μια ανάσα και γνέφει θετικά, κλείνοντας τα μάτια της σφιχτά. Η ησυχία του σπιτιού του ανακουφίζει κάπως την ταραχή μέσα της και ο άνετος καναπές του ηρεμεί ελάχιστα τον πόνο στα κόκαλα της. Δεν ξέρει καν από πού έρχεται αυτός ο πόνος, μα δεν τον αντέχει.

«Ναι.» αρκείται να απαντήσει. Στην ηρεμία της, βρίσκει ευκαιρία και τη σφίγγει πάνω του, αφήνοντας ένα μικρό φιλάκι στο μέτωπο της. Αισθάνεται τρομερά υπεύθυνος για όλο αυτό και η αλήθεια είναι πως είναι όσο κι εκείνη. Η καρδιά της ανεβάζει παλμούς στην κίνηση του, θέλει να κλάψει αλλά για έναν περίεργο λόγο δεν μπορεί.

'Τρομοκρατημένη είμαι, Lucas. Έχει φρικάρει όλο μου το είναι.'

«Όλα θα πάνε καλά, στο υπόσχομαι!» μιλάει αργά και σιγανά. Το χέρι του διστακτικά κατεβαίνει και χαϊδεύει αργά το φούσκωμα στην κοιλίτσα της. Τα μάτια της βουρκώνουν αυτόματα. Ένας θεός ξέρει πόσο θέλει να κρατήσει αυτό το παιδί. Να το γεννήσει, να το αγκαλιάσει και να το μεγαλώσει όσο καλύτερα μπορεί. Όμως το νιώθει. Τη δεδομένη στιγμή δεν θα καταφέρει να κάνει τίποτα απ' όλα αυτά σωστά. Κι είναι άδικο για το μωράκι -τόσο άδικο!
«Θέλω να σου δώσω κάτι.» ξαφνικά σηκώνεται από δίπλα της και πλησιάζει το μικρό γραφείο δίπλα από το κρεβάτι του. Τον κοιτάει μπερδεμένη.

Όταν επιστρέψει, μισό λεπτό αργότερα, κάθεται οκλαδόν απέναντι της μ' ένα γλυκό χαμόγελο που την λιώνει σαν καραμέλα. Με κάθε του κίνηση το μαύρο μπλουζάκι του κολλάει όλο και περισσότερο πάνω του και τον κάνει να δείχνει τόσο όμορφος! Ανοίγει τη χούφτα του και στο οπτικό της πεδίο εμφανίζεται ένα μικρό ασημένιο κλειδί. Μπερδεύεται.

«Τι είναι αυτό;» δεν καταλαβαίνει. Της γελάει ελαφρά.

«Κλειδί του σπιτιού μου. Σχεδόν όλοι έχουν και το θεωρώ μεγάλη μαλακία εσύ να μην.» εξηγεί. Τα μάτια της ανοίγουν κάπως και η έκπληξη της φαίνεται.
«Παρ' το!» προτρέπει όλο χαρά. Απλώνει το χέρι της και πιάνει το κλειδί μπερδεμένη ακόμα. Δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο της το δίνει και φαίνεται.
«Θέλω να έρχεσαι εδώ πέρα και να κάθεσαι όποτε θες, είμαι δεν είμαι εγώ εδώ. Ακόμα κι όταν πάω στο κέντρο αποτοξίνωσης εσύ έχεις ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό το σπίτι. Δες το σαν ένα μέρος στο οποίο μπορείς να έρχεσαι και να χαλαρώνεις, να ηρεμείς όταν το έχεις ανάγκη.» ανασηκώνει τους ώμους ντροπαλά καθώς μιλάει. Η κοπέλα τον κοιτάει άφωνη.

Του χαμογελάει πλατιά.
'Σ' αγαπάω πολύ, Lucas.'

«Εντάξει.» το δέχεται πέφτοντας απροσδόκητα στην αγκαλιά του που για ακόμα μια φορά μυρίζει γαζία. Ξαφνιάζεται, μα δεν το ψάχνει. Χαμογελάει και ανταποδίδει. Του έχει λείψει τόσο πολύ η παλιά Αυγή· εκείνη που δεν ξεκολλούσε από πάνω του όταν ήταν μαζί. Που γελούσε κι έλαμπε όλη την ώρα. Που ήταν αισιόδοξη. Προσπαθεί να θυμηθεί την τελευταία φορά που την είδε έτσι, αλλά δεν μπορεί. Απομακρύνεται και τον κοιτάει σοβαρή.
«Θα έρθεις αύριο, έτσι δεν είναι;» νευρικά, καρφώνει τη ματιά της στη δική του.

Χαμογελάει και της πειράζει τα μαλλιά. Αργεί να απαντήσει κι αυτό την αγχώνει τραγικά πολύ. Θέλει να τον έχει στο πλευρό της και αισθάνεται πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Και μετά από καιρό ακούει και πάλι ένα καμπανάκι να χτυπάει κάπου μέσα της, γεγονός που τη θλίβει βαθύτατα.

«Φυσικά και θα έρθω! Είναι δυνατόν να σε αφήσω μόνη σου;» οριακά προσβάλλεται από τα λεγόμενα της και η Αυγή πνίγει με μεγάλη δυσκολία την ανάγκη που έχει να υψώσει το φρύδι και να τον ειρωνευτεί. Ο Lucas το παρατηρεί και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Το ξέρω ότι σε έχω απογοητεύει πολύ στο παρελθόν, όμως σου υπόσχομαι πως αύριο θα είμαι εκεί. Θα σου σφίξω το χέρι και θα σε φιλήσω πριν μπεις. Δεν το κάνεις μόνη σου, μωρό μου. Είμαστε μαζί σε αυτό.» δεν τραβάει τη ματιά του από τη δική της, όσο την καθησυχάζει. Του χαμογελάει γνέφοντας θετικά.

Πάνω-κάτω της λέει ό,τι και η Θάλεια, μα η υπάρχει μια βασική διαφορά: εκείνη θα τα τηρήσει.

(...)

Η πόρτα χτυπάει. Μ' ένα άψυχο «ναι» η Θάλεια μπαίνει στο δωμάτιο.

«Είσαι έτοιμη;» ρωτάει χαμηλόφωνα, με βλέμμα στραμμένο στο έδαφος. Η αποφυγή οπτικής επαφής τη σκοτώνει, όμως δεν μιλάει. Τα έχει κάνει τόσο χάλια και αισθάνεται πως δεν ξέρει πώς να τα διορθώσει. Γνέφει θετικά. Η μαμά της παίρνει μια βαθιά ανάσα. Είχε μια ελπίδα ότι θα άλλαζε γνώμη κι ας ξέρει και η ίδια πως κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό.
«Πάμε τότε.» ξεροβήχει.

Η Αυγή σηκώνεται και, μηχανικά, πιάνει τη μαύρη τσάντα της. Έχουν πει στον Πέτρο πως είναι άρρωστη και γι'αυτό η μικρή δεν θα πάει στο σχολείο. Εύχονται και οι δυο αυτό να ήταν αλήθεια, αντ' αυτού εκείνες ετοιμάζονται να πάνε στο κέντρο αμβλώσεων για την προφανή επέμβαση. Η έφηβη θέλει να κλάψει· ποτέ δεν πίστευε πως εκείνη θα έφτανε μέχρι εκεί.

Κατεβαίνουν και φεύγουν από το σπίτι. Το μωρό είναι ήδη στην Debbie που, ενώ έχει πολλές απορίες δεν ρώτησε. Εκτιμήθηκε και από τις δυο. Το ταξί βρίσκεται ήδη απ' έξω και μόλις σε ένα λεπτό το όχημα ξεκινάει. Η μισάωρη διαδρομή ήταν βουτηγμένη σε μια βαρύγδουπη σιωπή που έγινε ακόμα πιο βαριά όταν ο οδηγός σταμάτησε έξω από το εξαόροφο κτήριο. Η καρδιά της σταματάει στη συνειδητοποίηση και χρειάζεται να πάρει μια βαθιά ανάσα, κάτι που η Θάλεια παρατηρεί. Της πιάνει το χέρι.

«Αν το μετάνιωσες, μην το κάνεις. Η μαμά είναι δίπλα σου, μωρό μου. Πάντα θα είναι. Να το θυμάσαι αυτό!» σφίγγει το κράτημα τους δίνοντας της δύναμη. Η μικρή ξεροκαταπίνει και της χαμογελάει όσο πιο αληθινά μπορεί.

'Πόσο τυχερή είμαι που σε έχω, μαμά...'

«Ευχαριστώ πολύ.» ψελλίζει. Η Θάλεια της επιστρέφει το χαμόγελο με ελπίδα.
«Όμως δεν μετάνιωσα τίποτα. Πάμε.» τη ρίχνει απότομα, ανοίγοντας με φόρα την πόρτα του ταξί. Πληρώνοντας και παράλληλα αναστενάζοντας, την ακολουθεί.

Κοντοστέκεται στο πεζοδρόμιο με δισταγμό. Ο ήλιος καίει λίγο περισσότερο σήμερα, η γκρι φόρμα και το μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι που έχουν κολλήσει πάνω της την πνίγουν και κόσμος που διαμαρτύρεται έξω από το κέντρο για τις εκτρώσεις την τρομάζει. Αισθάνεται λες κι έχουν περάσει χρόνια από τότε που τα έβλεπε σοκαρισμένη στις σειρές κι ένιωθε τόσο, μα τόσο άσχημα γι'αυτές τις κοπέλες. Πού να 'ξερε...

«Έλα κοριτσάκι μου, δεν θα τους αφήσω να σε πειράξουν.» υπόσχεται, βγάζοντας την από τις σκέψεις της.

Πιασμένες χέρι-χέρι, λοιπόν, περπατούν ως την είσοδο και αγνοούν όσο περισσότερο μπορούν τα βλέμματα απέχθειας και τις προσβολές των ανθρώπων που η Αυγή ορκίζεται πως ποτέ δεν θα ξεχάσει. Ακόμα κι αυτό το μικρό και σχεδόν άηχο «είσαι καταραμένη» μιας κοπέλας, θα την κυνηγά μέχρι να κλείσει τα μάτια της. Και το ξέρει. Η διαδρομή μέχρι τον τρίτο είναι βασανιστική: τα πέντε σκαλιά είναι κουραστικά και πολύ άσπρα, τόσο που τη ζαλίζουν. Το ασανσέρ μοιάζει κλειστοφοβικά μικρό στα μάτια της και οι επίσης λευκοί διάδρομοι της φαίνονται πολύ στενοί. Οριακά την πνίγουν.

Όταν φτάσουν στον όροφο τους -κι αυτός λευκός, με τραγικά πολλές θέσεις και μερικά κάδρα με λουλούδια να σπάνε τη μονοτονία- περιμένει καρτερικά μια ανακούφιση που, λες και τη μισεί, δεν έρχεται ποτέ. Αισθάνεται να ιδρώνει ξαφνικά, ενώ ο λαιμός της ξεραίνεται απότομα. Το πάτωμα γυρίζει και ανακατεύεται. Ο όροφος αυτός μυρίζει θάνατο· γιατί μυρίζει θάνατο;

«Καλημέρα σας.» το ρολόι δείχνει δέκα παρά δέκα όταν η φωνή της Θάλειας της τραβά την προσοχή, μόνο για να ανακαλύψει πως έχει φτάσει ήδη στον γκισέ της υποδοχής. Με ασταθή βηματισμό την πλησιάζει.
«Μιλήσαμε προχθές στο τηλέφωνο, Γεωργίου λέγομαι.» εξηγεί. Η κοπέλα πίσω από το πάσο χαμογελάει ευγενικά.

«Δώστε μου ένα λεπτό.» ζητάει, καθώς αρχίζει ήδη να πληκτρολογεί στον μαύρο υπολογιστή. Οι γυναίκες δεν μιλούν, ανταλλάσσουν ένα βλέμμα που λέει από μόνο του πολλά. Η μεγαλύτερη, χτυπάει νευρικά τα νύχια της στον μαύρο γρανίτη. Τα δευτερόλεπτα δεν πέρασαν ποτέ πριν πιο αργά.
«Σας βρήκα! Θέλω μόνο να μου συμπληρώσετε κάποια χαρτιά κι ύστερα να καθίσετε μέχρι να σας φωνάξω εγώ.» συνεχίζει, σπρώχνοντας προς το μέρος τους τα έντυπα.

Την ακούν με προσοχή και, χωρίς να χάσουν χρόνο, πιάνουν το στυλό που τους προσφέρει.

(...)

Με το δάχτυλο του μπλοκάρει τη μια είσοδο της μύτης του, καθώς σκύβει και εισπνέει μια ακόμα γραμμή από την άσπρη σκόνη του. Ένα ιταλικό ροκ τραγούδι παίζει στη διαπασών και σε συνδυασμό με το ναρκωτικό κάνει την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Το ρολόι του δείχνει δέκα και μισή και κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη στο πλευρό της Αυγής, μα για ακόμα μια φορά η υπόσχεση του γίνεται θρύψαλα -μαζί της κι εκείνη. Τρίβει το κόκαλο της μύτης του σαν μανιακός· η ρινική του κοιλότητα καίει τραγικά πολύ, όμως το απολαμβάνει.

Ξεφυσάει. Ένας θεός ξέρει πόσο πολύ θέλει να κρατήσουν αυτό το μωρό, αλλά η ανήλικη κοπέλα του έχει δίκιο· τόσο δίκιο που θυμώνει. Με τον εαυτό του, μαζί της, με τις συγκυρίες. Σκύβει. Ρουφάει κι άλλη κόκα. Χάνει κι άλλο χρόνο. Πολύτιμο χρόνο. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Οριακά απορεί με το πόσο χάλια έχει γίνει η κατάσταση και μέσα του φοβάται για τα χειρότερα.

Το αίμα ρέει πιο γρήγορα μέσα του, η μουσική ακούγεται πιο δυνατή στ' αυτιά του και η καρδιά του κοντεύει να σπάσει. Και τότε, συμβαίνει: μια τυχαία ειδοποίηση στο κινητό κάνει την οθόνη να φωτίσει για κάποια δευτερόλεπτα, στα οποία ο Lucas καταφέρνει να δει την ώρα. Παγώνει. Τα χείλη του μισανοίγουν και τώρα πια το ροκ τραγούδι μπαίνει σε σίγαση.

«ΓΑΜΏΤΟ!» βρίζει σαστισμένος κλείνοντας με μια κίνηση τη μουσική, όσο μαζεύει βιαστικά τα πράγματα του. Μέσα στην τρέλα του δεν κατάλαβε πότε πέρασε η ώρα και ξέρει πως θα έπρεπε να είναι ήδη τριάντα λεπτά τώρα στο κέντρο, να της σφίγγει το χέρι πριν την επέμβαση, να της υπενθυμίζει ότι την αγαπάει.

Μα δεν το κάνει.
Ποτέ δεν το κάνει.

Κλείνει την πόρτα πίσω του με δύναμη και, κάπως ζαλισμένος, μπαίνει στο αυτοκίνητο προσευχόμενος να μην έχει έρθει ακόμα η σειρά της.

Πίσω, στο κέντρο διακοπής κύησης, η Αυγή κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα! Κουνάει τα πόδια της νευρικά, τρώει τα νύχια της, κοιτάει συνεχώς πότε την πόρτα, πότε το ρολόι της, όμως τίποτα! Ο Lucas είναι άφαντος. Νιώθει την επιθυμία να τον πάρει τηλέφωνο, όμως μια φωνή μέσα της της ουρλιάζει να μην το κάνει. Βαρέθηκε να τον ψάχνει. Ειδικά σήμερα έπρεπε να είναι μαζί της.

«Δεσποινίς Γεωργίου;» η φωνή της γραμματέως τους τραβά την προσοχή. Ισιώνει την πλάτη της και την κοιτάει χωρίς ανάσα. Η κοπέλα την εντοπίζει και χαμογελάει ευγενικά. Μπορεί να αισθανθεί το άγχος και την πικρία της -και σχεδόν κάθε κοπέλας που επισκέπτεται την κλινική.
«Μπορείτε να περάσετε.» την ενημερώνει απαλά. Η Θάλεια αυτόματα σηκώνεται και είναι η στιγμή που η μικρή συνειδητοποιεί τι ακριβώς πρόκειται να συμβεί. Πανικοβάλλεται.

«Μαμά δεν θέλω!» οι λέξεις φεύγουν από το στόμα της πριν το καταλάβει και ξεσπάει σε κλάματα. Την έχει λούσει κρύος ιδρώτας. Η γυναίκα σοκάρεται από τα λεγόμενα της, μα κι αυτό μέχρι να συνεχίσει.
«Δεν θέλω να το κάνω χωρίς αυτόν! Δεν μπορώ! Τον θέλω εδώ μαζί μου! Φοβάμαι πολύ, μαμά! Κάνε κάτι, σε παρακαλώ!» και κλαίει, τρέμει, χτυπιέται. Το πρόσωπο της έχει κοκκινίσει. Οι λυγμοί την πνίγουν ο ένας μετά τον άλλον, καθώς βρίσκεται σε σοκ. Δεν μπορεί να διαχειριστεί την απουσία του.

Πολλές είναι αυτές που γυρίζουν να την κοιτάξουν από την ξαφνική ταραχή, όμως δε δίνει μια. Το μόνο που την ενδιέφερε είναι ο Lucas που για ακόμα μια φορά λείπει. Η Θάλεια, με την καρδιά της να σπαράζει στην εικόνα της κόρης της, εγκλωβίζει τα χέρια της μέσα στα ζεστά δικά της. Την κοιτάει στα μάτια.

«Ομορφιά μου, άκουσε με!» ζητάει. Η Αυγή παίρνει μια βαθιά ανάσα, με τα δάκρυα να καίνε ακόμα τα μάγουλα της.
«Δεν χρειάζεται να φοβάσαι για τίποτα! Είναι η μαμά εδώ! Ακούς; Δεν χρειάζεσαι κανέναν άλλο! Μαζί, κορίτσι μου! Ό,τι κι αν συμβεί έχεις εμένα!» της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί, λίγο πριν της χαϊδέψει με στοργή το μουσκεμένο της πρόσωπο. Για μερικά δευτερόλεπτα μόνο την κοιτάει.

«Έχεις δίκιο.» η φωνή της βγαίνει σταθερή. Τα δάκρυα σταματούν απότομα να κυλούν. Κάτι μέσα της σαπίζει. Γυρίζει και κοιτάει την κοπέλα στην υποδοχή. Σκουπίζει το πρόσωπο της μηχανικά.
«Είμαι έτοιμη.» ανακοινώνει. Η ξανθιά κοπέλα γνέφει θετικά, καθώς σηκώνεται.

«Ακολούθησε με.» περπατάει μπροστά της και η Αυγή υπακούει.

Λίγο πριν χαθούν σ' έναν διάδρομο, η έφηβη γυρίζει να κοιτάξει τη μητέρα της η οποία χωρίς να χάσει χρόνο ψελλίζει ένα ξεψυχισμένο «σ' αγαπάω» που η κόρη της καταλαβαίνει αμέσως. Απαντάει κατάλληλα και στρίβει αριστερά. Η Θάλεια δεν κρατιέται, βουρκώνει και χάνει την ψυχραιμία της.

'Θα τον σκοτώσω!' σκέφτεται θυμωμένη.

Τη βάζουν να κάτσει σε μια καρέκλα τοκετού, μόλις βάλει τη μπλε ιατρική ρόμπα. Ξαπλώνει και, ακολουθώντας τις εντολές της γιατρού, βάζει τα πόδια της δεξιά κι αριστερά στα δυο στηρίγματα. Κοιτάει το ταβάνι αγχωμένη, μπίγωντας τα νύχια της στο δέρμα της. Η γιατρός της μιλάει εξηγώντας της τη διαδικασία: από το άδειασμα του περιεχομένου της μήτρας, μέχρι και την απόξεση για την απομάκρυνση πιθανών υπολειμμάτων. Η κοπέλα απαντά μηχανικά με «ναι» και «όχι», σε μετέπειτα αδιάφορες ερωτήσεις. Το μυαλό της είναι στον Lucas, όσο κι αν δεν το θέλει.

Στη συνέχεια της χορηγείται «μέθη» μέσω του ειδικού μηχανήματος. Μια νοσοκόμα της ζητάει να μετρήσει μέχρι το δέκα, ενώ παράλληλα της χαϊδεύει το μέτωπο. Υπακούει, ωστόσο καταφέρνει να φτάσει μέχρι το επτά κι αυτό με δυσκολία. Τα μάτια της κλείνουν αργά και ένας ελαφρύς ύπνος την αγκαλιάζει πριν το καταλάβει. Η γιατρός ανταλλάσσει ένα βλέμμα με την ομάδα της.

«Ξεκινάμε.»

(...)

Έντεκα παρά τέταρτο, ο Lucas, τρέχοντας και σκοντάφτοντας, εισβάλλει στο χώρο αναμονής του κέντρου. Η Θάλεια τον παρατηρεί, μα δεν δίνει σημασία καθώς δεν τον αναγνωρίζει, μα αυτό αλλάζει τη στιγμή που ακούει το όνομα της κόρης της να βγαίνει από τα χείλη του. Τεντώνει τ' αυτιά της έξαλλη, καθώς σηκώνεται αργά από τη σιδερένια καρέκλα.

«Εσύ είσαι ο Lucas;» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος της. Το αγόρι γυρίζει αργά τον κορμό του και ξεροκαταπίνει αγχωμένος. Την κοιτάει. Τα μάτια της βγάζουν φωτιές και μπορεί με ευκολία να καταλάβει ποια είναι. Αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα· δεν είχε φανταστεί έτσι αυτή τη γνωριμία.

«Κ-κυρία Θάλεια;» τραυλίζει αγχωμένος. Και την κάνει μπουρλότο. Χτυπάει το πόδι της στο καθαρό πλακάκι με δύναμη. Αγχώνεται κι άλλο. Τον κάνει να αισθάνεται σαν παιδί που έκανε αταξία.

«Κεριά και λιβάνια!» ανεβάζει αισθητά τον τόνο της φωνής της, κάνοντας τον να παγώσει. Δεν την ξέρει, αλλά καταλαβαίνει αμέσως πως η γυναίκα μπροστά του, φαινομενικά ήρεμη και γλυκιά μέσα στο άνετο κάργκο παντελόνι της και τη λευκή κοντομάνικη μπλούζα της, είναι έξαλλη.
«Τολμάς και εμφανίζεσαι; ΤΏΡΑ;» δεν κρατιέται και φωνάζει. Μερικές παρακλήσεις από τους παρόντες να χαμηλώσει τον τόνο της, της θυμίζουν πού βρίσκεται. Ξεφυσάει, περνώντας τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της.
«Είχες μια δουλειά αγόρι μου! Μια! Να είσαι δίπλα στην κοπέλα σου! Πού ακριβώς δυσκολεύτηκες;» είναι στ' αλήθεια πάρα πολύ τυχερός που δεν είναι κάπου οι δυο τους. Θα είχε ακούσει τα εξ' αμάξης!

«Έχετε δίκιο...συγγνώμη...εγώ...» προσπαθεί να δικαιολογηθεί, όμως χάνει συνεχώς τα λόγια του. Μουγκρίζει θυμωμένη στην στάση του.

«Από μένα ζητάς συγγνώμη; Από την Αυγή πρέπει! Που ήρθε η ώρα να μπει για την επέμβαση και έκλαιγε ζητώντας εσένα!» κουνάει τα χέρια νευρικά. Νιώθει μια μεγάλη ανάγκη να τον χτυπήσει, όμως η σκέψη πως είναι ένα άρρωστο παιδί τη συγκρατεί προς το παρόν.
«Ντροπή σου!» καταλήγει τελικά. Ο Lucas την ακούει να του επιτίθεται κι ούτε στα μάτια δεν την κοιτάει! Γιατί η αλήθεια είναι ότι ναι, ντρέπεται πάρα πολύ και μέσα του ξέρει πως η κοπέλα του δεν θα του το συγχωρήσει ποτέ αυτό -και με το δίκιο της.

Δεν μιλάει, ίσως και καλύτερα. Κάθεται σε μια καρέκλα και κρύβει το πρόσωπο του στα χέρια του. Η Θάλεια τον μιμείται με θυμό, σφίγγοντας τα δάχτυλα της στην καρέκλα. Για τα επόμενα δέκα λεπτά βυθίζονται στη σιωπή, ώσπου η γιατρός βγαίνει και πλησιάζει τη Θάλεια.

«Για την δεσποινίδα Γεωργίου, έτσι;» ρωτάει για επιβεβαίωση και η μητέρα της τη δίνει.
«Η επέμβαση τελείωσε. Η Αυγή ξύπνησε πριν λίγο. Σωματικά είναι καλά, ίσως μόνο να παραπονεθεί για κόπωση, ή ότι νιώθει το κεφάλι της βαρύ. Θα είναι λόγο της μέθης, οπότε καλό θα ήταν να ξαπλώσει. Επίσης, να έχετε το νου σας στην ψυχολογία της. Έμαθα πως είχε ένα ξέσπασμα πριν μπει και, εντάξει, είναι σε μια ευαίσθητη ηλικία.» κάνει μια παύση και οι δυο άνθρωποι μπροστά της ρουφούν κάθε της λέξη.
«Αν έχει αίμα, έστω και λίγο, να την φέρετε εδώ. Το είπα και στην ίδια, ωστόσο οφείλω να το αναφέρω και σε εσάς.» συμπληρώνει με σοβαρό ύφος, κοιτώντας αποκλειστικά τη μητέρα της Αυγής.

Δεν προλαβαίνει να ρωτήσει κάτι κανένας από τους δύο. Η Αυγή εμφανίζεται στο οπτικό τους πεδίο, ζαλισμένη κι εμφανώς καταπονημένη. Το χλωμό πρόσωπο της κάνει τις τύψεις μέσα του μεγαλύτερες και νιώθει την ανάγκη να πέσει στα πόδια της και να της ζητήσει συγγνώμη. Το βλέμμα της είναι στραμμένο στο πάτωμα, όσο ακούει με όση περισσότερη προσοχή μπορεί κάτι που της λέει μια νοσοκόμα. Όταν σηκώσει τη ματιά της και τον αντικρίσει, εύχεται να μην το είχε κάνει ποτέ.

Η καρδιά της πετρώνει κι άλλο σχεδόν αμέσως, το ψύχος που αγκαλιάζει τα σωθικά της την τρομάζει και το αθώο και συνάμα ενοχικό του χαμόγελο το αισθάνεσαι σαν σφαίρα που προσπαθεί να την τραυματίσει, μα ξεχνάει πως είναι ήδη πολύ τραυματισμένη. Ίσως παραπάνω απ' όσο μπορεί να αντέξει. Το καστανό στα μάτια της έχει χαθεί κι έχει γίνει ένα με το μαύρο του.

«Μωρό μου, πώς αισθάνεσαι;» η Θάλεια της χαϊδεύει τα μαλλιά με στοργή. Της φαίνεται τραγικά εύθραυστη πια. Η Αυγή όμως δεν είναι πρόθυμη να της επιστρέψει το βλέμμα. Αντίθετα, μένει κολλημένη στον Lucas κι εύχεται μέσα της να μπορούσε να τον κάψει η ματιά της. Την κούρασε όλο αυτό. Πολύ.

«Αυγή μου...» τον ακούει να ψελλίζει. Και σαπίζει κι άλλο μέσα της. Κλείνει αργά τα μάτια της και παίρνει μια βαθιά ανάσα, μετρώντας μέχρι το πέντε.

«Μαμά πάμε; Νιώθω κουρασμένη.» τον αγνοεί εντελώς, χωρίς καμία όρεξη ούτε να του φωνάξει, ούτε να ασχοληθεί, κάτι που ο Lucas καταλαβαίνει απευθείας. Η Θάλεια δίχως να της το ζητήσει δεύτερη φορά, την αγκαλιάζει προστατευτικά και γνέφοντας θετικά καθώς αρχίζουν να περπατούν προς τα έξω.

Τις ακολουθεί σιωπηλός σε μια απόσταση ασφαλείας, ελπίζοντας σ' ένα της βλέμμα -έστω και απαθές. Αντ΄αυτού, η κοπέλα αρνείται πεισματικά να του χαρίσει έστω και για ένα δευτερόλεπτο τη ματιά της. Αν το κάνει δεν θα βγει σε καλό και το ξέρουν και οι δυο πάρα πολύ καλά.

«Μπορούμε να μιλήσουμε;» προσπαθεί ξανά όταν βγουν έξω, βουτηγμένος στις ενοχές. Δυσανασχετεί και κοιτάει τη μαμά της με νόημα, ζητώντας σιωπηλά να τους αφήσει μόνους για λίγα λεπτά.

Εκείνη ξεφυσάει, στερεώνοντας τα γυαλιά ηλίου στο κόκαλο της μύτης της.

«Θα καλέσω ταξί.» ενημερώνει. Του ρίχνει το πιο άγριο βλέμμα που διαθέτει και περπατάει μερικά μέτρα μακριά τους, ώστε να τους αφήσει λίγο μόνους τους.

«Τι είναι, Lucas; Τι; Τι θέλεις να πούμε;» σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος κουρασμένη. Για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες η καρδιά της δεν χάνει ούτε μισό χτύπο. Τα μάτια της δεν λάμπουν στην όψη του και φαίνεται πως δεν την νοιάζει να μάθει για ποιο λόγο ήταν απών.

«Εγώ...εγώ απλά...» δυσκολεύεται να μιλήσει κι όσο εκείνη τον κοιτάει ανέκφραστη του το κάνει χειρότερο. Ξεφυσάει, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα μαύρα μαλλιά του.
«Ξέρω ότι...ίσως να σε απογοήτευσα-» ξεκινάει να εξηγεί, όμως τα λόγια του την αναγκάζουν να τον διακόψει. Δυσανασχετεί.

«Ίσως;» σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή μπορεί και να γελούσε, όμως τώρα ούτε αυτό δεν έχει όρεξη να κάνει. Φέρνει τα μαλλιά της στα δεξιά του προσώπου της, τρίβοντας παράλληλα τα μάτια της.
«Lucas, πραγματικά ζω για τη μέρα που θα σταματήσεις να με απογοητεύεις!» γίνεται σκληρή, με το βλέμμα της μέσα στο δικό του. Κλείνει τα βλέφαρά του σε αυτό, μορφάζοντας· τον πόνεσε η φράση της. Πολύ.

Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, μα το κλείνει ξανά. Δεν ξέρει τι να της πει γιατί έχει δίκιο. Ειδικά σήμερα όφειλε να είναι μαζί της. Στη σιωπή του νιώθει να ασφυκτιά. Ας είχε τουλάχιστον μια καλή δικαιολογία! Αλλά η σιωπή του είναι μια απάντηση από μόνη της. Πικρή, βαριά και αποπνικτική. Πεταρίζει τα μάτια της, τρίβοντας με μανία το κόκαλο της μύτης της σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει έστω και μισή από την πίεση που νιώθει.

«Κάθε φορά που σε έχω ανάγκη, κάθε φορά που πραγματικά σε θέλω στο πλευρό μου, εσύ με κρεμάς και μου δείχνεις πόσο λίγος είσαι. Πες μου, είσαι εντάξει με τη σκέψη πως, αν δεν είχα μιλήσει στη μαμά μου θα ήμουν εντελώς μόνη μου σήμερα;» είναι θυμωμένη, απογοητευμένη, πληγωμένη. Τα νιώθει όλα, μα ταυτόχρονα δεν αισθάνεται τίποτα. Σαν ζωντανή-νεκρή.
«Ειλικρινά, με κούρασε όλο αυτό!» ανασηκώνει τους ώμους εξαντλημένη με κάθε τρόπο που μπορεί να είναι εξαντλημένος ένας άνθρωπος. Στις λέξεις της πανικοβάλλεται.

«Αυγή μου...» η φωνή του σβήνει. Στον τρόπο που ακούγεται το όνομα της στα χείλη του πια την κάνει να σφίξει τα δόντια για να μην πέσει στην αγκαλιά του. Είναι επίπονα όμορφο και τρυφερό.
«μη με αφήνεις...» η καρδιά του σπάει στο ανέκφραστο παρουσιαστικό της. Λες και μπροστά του στέκεται ένα πέτρινο ομοίωμα της κι όχι η ίδια. Εν μέρει αυτό συμβαίνει.

«Εγώ; Να μη σε αφήσω...εγώ;» το λέει και δεν το πιστεύει· δεν το πιστεύει το θράσος του!
«Και τι συμβαίνει με εσένα, Lucas; Τι γίνεται με τη δική σου εγκατάλειψη;» υψώνει το φρύδι με ειλικρινή απορία. Δεν μιλάει. Πάλι δεν μιλάει.
«Ο Βίκτωρ Ουγκώ είπε ότι: κόλαση είναι η αιώνια απουσία. Και εσύ Lucas, με έχεις καταδικάσει να ζω στην κόλαση...» κάνει μια παύση κι ένας λυγμός την πνίγει. Πονάει τόσο πολύ. Ψυχικά και σωματικά.
«γιατί ποτέ δεν είσαι εδώ.» συμπληρώνει. Η ραγισμένη χροιά της του τσακίζει τα κόκαλα.

Ακούει την πικρία στο χρώμα της κι αυτό γιατί όσα λέει τα αισθάνεται και τα βλέπει πεντακάθαρα πια. Ωστόσο, ξέρουν και οι δύο ότι του τα λέει για έναν και μόνο λόγο: να τον πληγώσει. Κι ενώ αυτή τη φορά έχει πολλά να της πει, να της δείξει ότι στ' αλήθεια πληγώνεται από τα λόγια της, δεν προλαβαίνει να το κάνει. Ένα ταξί περνάει από δίπλα τους και η Θάλεια επεμβαίνει.

«Πάμε;»

Η έφηβη γυρίζει να την κοιτάξει λίγο πριν γνέψει θετικά. Επιστρέφει τη ματιά της στο αγόρι της και, στην απόλυτη σιωπή, φεύγει μακριά του. Την παρατηρεί ν' απομακρύνεται, με τον πρωινό ήλιο να της χαρίζεται κι αυτή να τον αρνείται. Το σφίξιμο στο στομάχι ολοένα και μεγαλώνει, ειδικά στη σκέψη του πόσο κομμάτια την έκανε. Όμως είναι κι αυτός βαθιά πληγωμένος για να σκεφτεί καθαρά.

'Κόλαση είναι η αιώνια απουσία...' σκέφτεται.

Μα αγνοούν και οι δυο πως, η πραγματική κόλαση δεν έχει έρθει ακόμη.


Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Μα το Χριστό και την Παναγία, έχω γράψει τόσα κεφάλαια σε αυτό το βιβλίο, κανένα μέχρι στιγμής δεν με έχει κάνει να νιώσω τόσο σκουπίδι. Σφίγγεται η καρδιά μου κάθε φορά που το διαβάζω.

Απόσπασμα του 21!
Καταλαβαίνεις πόσο καλά θα πάει ένα κεφάλαιο, όταν ξεκινάει έτσι. Πώς σας φάνηκε;

Επέστρεψε ο Aaron και άφησε άφωνη την Αυγή μας με αυτά που της είπε! Τελικά, υπάρχει κι άλλος είχε καταλάβει γι'αυτή τη σχέση. Ωστόσο, τον είδαμε να τρομάζει με την εναλλαγή στη συμπεριφορά της και νομίζω πως είναι ο πρώτος που το είδε. Σαντ.

Ο Lucas για ακόμα μια φορά την κρέμασε. Κι αν με ρωτάτε, δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό, ήξερε πάρα πολύ καλά τι έκανε.

Η Αυγή ερείπιο. Δεν την αδικώ. Της έχουν πέσει πολλά μαζεμένα κι έπεται και συνέχεια. Αλήθεια, συγγνώμη.

Θα ήθελα λίγο να μιλήσουμε για την άμβλωση. Δεν ξέρω τι μπορεί να σχολιάσετε, όμως θέλω να πιστεύω ότι καμία από εσάς δεν είναι τόσο φανατική κατά των εκτρώσεων. Συμφωνώ ότι είναι κακό, από την άποψη ότι ένα παιδάκι δεν φταίει σε τίποτα, αλλά παιδιά ελάτε τώρα. Ο τοκετός δεν είναι πάντα η λύση. Η εγκατάλειψη δεν είναι λύση (στο προηγούμενο βιβλίο σας έδειξα πόσο άσχημα μπορεί να καταλήξει).

Έχω ακούσει τη φράση «άνοιξε τα πόδια της χωρίς προφυλακτικό, τώρα καλά να πάθει. Πρέπει να το κρατήσει και να αναλάβει τις ευθύνες της». Ακραίο, αν με ρωτάτε. Κι εγώ υπενθυμίζω συνέχεια σε γνωστούς μου πόσο σημαντική είναι η χρήση προφυλακτικού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι λειτουργεί πάντα. Δεν είναι καν 100% αποτελεσματικό, αρχικά.

Και γενικά παιδιά, κάποτε ήμουν πολύ κατά της έκτρωσης, γιατί έκανα το λάθος να δω βίντεο πώς γίνεται όταν ήμουν 9 και ήταν κάτι που με στοίχειωσε. Έγινα κακιά, επιθετική, και μιλούσα σκληρά. Μεγαλώνοντας, παρόλα αυτά, άλλαξε η σκέψη μου. Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Κι έπειτα σκέφτομαι κι αυτό το «έξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια λέμε».

Μια καθηγήτρια μου κάποτε μας έκανε την ερώτηση αν θα κάναμε έκτρωση. Είχαμε περιθώριο μια εβδομάδα για να απαντήσουμε, και η αλήθεια είναι πως ήταν η πιο δύσκολη εβδομάδα της ζωής μου. Εγώ προσωπικά δεν ξέρω. Μια κοπέλα απάντησε ότι θα έκανε. Μια άλλη ξεκίνησε το κράξιμο και τρόμαξα στο ποσό γνώριμες μου ήταν αυτές οι λέξεις.

Ακούστε αυτό: κάθε γυναίκα έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει με το σώμα της. Αν θέλει να προχωρήσει σε άμβλωση, είναι δικαίωμα της. Αν θέλει να το κρατήσει, είναι δικαίωμα της. Γενικά, ό,τι κι αν αποφασίσει, είναι γαμημένο δικαίωμα της.

Η Αυγή πχ δεν μπορούσε να κρατήσει το μωρό. Οι συνθήκες της ζωής της αυτή τη στιγμή δεν είναι κατάλληλες για να κάνει κάτι τόσο μεγάλο. Και παρόλο που η Θάλεια θα τη βοηθούσε, θα ήταν κρίμα να το μεγαλώσει αυτή. Απλά θα ήταν ένα ακόμα παιδάκι που μισεί τους γονείς του που έκαναν το λάθος να το κρατήσουν επειδή το θεώρησαν «καλή ευκαιρία» για να φτιάξουν τη ζωή τους. Τα παιδιά δεν είναι αστείο.

Το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην sftclxds. Καλώς ήρθες στην παρέα μας κορίτσι❤️🐥.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυτά.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιιοοοοοοοςςςςςς🥰🍟.

-Δέσπ.

Continue Reading

You'll Also Like

61.2K 1.6K 73
"Ας πούμε και τώρα που σε βλέπω έτσι ντυμένη να σε γδυσω θέλω" είπε και έβαλε αυτό το πονηρό ύφος (Ξέρετε τύπου 😏) "Ναι άσε τις μαλακίες και πήγαινε...
157K 4.5K 60
Νάντια και Άρης. Άρης και Νάντια. 10/10/21 - 03/07/22
880K 62K 72
[ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΗ] "Για που νομίζεις ότι το έβαλες;" Με ρώτησε, ενώ εγώ εστίασα το βλέμμα μου στα καταγάλανα μάτια του που ξεπρόβαλαν μέσα από την μαύρη...
622K 20.5K 70
Η Μελίνα, μια 18 χρόνη μαθήτρια Τρίτης λυκείου, οι γονείς της δεν παντρεύτηκαν ποτέ , μια εφηβική τρέλα , η μητερα της μόλις την γέννησε εφυγε και απ...