Ανατροπή

250 33 13
                                    

Ζέστη αποπνικτική σε αντίθεση με τον παγωμένο διάδρομο. Ένα δωμάτιο βυθισμένο στο μαύρο χρώμα, βαριές, βρώμικες κουρτίνες, σεντόνια πλύμενα, ωστόσο γεμάτα λεκέδες, μια μικρή, στενή τουαλέτα με έναν προπολεμικό νιπτήρα και μια μεσαιωνική ντουζιερά. Ένας διακόπτης. Ένα χέρι που τον πιέζει ν'ανοίξει. Της Τζούντ. Όλα πια ντύνονται με έναν υποκίτρινο μανδύα, αποκαλύπτωντας την άσχημη όψη τους. Ένας ψηλός καθρέφτης κολλημένος στη ξεφλουδισμένη ταπετσαρία και οι δύο νέοι. Ένα χαλασμένο πορτατίφ, ένα απαίσιο κάδρο με κέντημα  που προσπαθεί αποτυχημένα να μιμηθεί κάποιο τοπίο.  Ένα τηλεχειριστήριο κλιματιστικού. On. Το κλιματιστικό ανοίγει και κάνει έναν περίεργο θόρυβο, σαν χαλασμένο κουρδιστήρι. 

Ο Παύλος περνά τόσο γρήγορα από μπροστά του που η αντανάκλασή του δεν προλαβαίνει καν να σχηματιστεί, έτσι όπως έχει μείνει να τον χαζεύει η Τζούντυ. Τα μάτια της είναι πρησμένα σαν να έκλαιγε ώρες, το φως αυτό ασχημαίνει ακόμα και εκείνη. Τεράστιοι μαύροι κύκλοι, ένα σπυράκι στο μέτωπο, ταλαιπωρία και κούραση. Ο Παύλος έχει ξαπλώσει πάνω στα σκεπάσματα του κρεβατιού και κοιτάζει το ταβάνι, με τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι του, τα παπούτσια του ακόμα φορεμένα στα ποδιά του.

-Δε θα μπούμε για μπάνιο; τον ρωτάει απορημένη εκείνη.

-Πιο μετά, της απαντά, εξάλλου θα βγούμε πιο βρώμικοι από εκείνη την άθλια ντουζιέρα. Έλα τώρα να σε πάρω αγκαλιά, της λέει και της απλώνει τα χέρια, καλώντας της σε εκείνον.

Εκείνη σχεδόν σέρνει τα πόδια της μέχρι να φτάσει κοντά του.Δεν αντέχει άλλο τα παπούτσια, τα πρησμένα πόδια της την παρακαλάνε να απαλλαγεί άμεσα από το μαρτύριο τους. Και αυτό κάνει. Στέκεται στην άκρη του κρεβατιού και βγάζει ένα ένα τα αθλητικά της παπούτσια. Ο Παύλος την παρατηρεί με θαυμασμό, στα μάτια του λάμπει ακόμα και αυτή τη στιγμή ο πόθος, η έλξη, η μόνιμη και ακατανίκητη ανάγκη να είναι μέσα της, να είναι μαζί της. 

Πέφτει πάνω του με φόρα. Γελάνε για λίγο και μετά σοβαρεύουν. Κοιτιούνται στα μάτια. Όλα τα άλλα παγώνουν, όλα χάνονται τριγύρω. Είναι σε ένα παλάτι γεμάτο χρυσό την ώρα που τα βλέμματά τους συμπέφτουν. Ξαπλωμένοι στο τεράστιο βασιλικό κρεβάτι τους με τις αέρινες κουρτίνες γύρω του, τους τεράστιους πολυέλαιους να κρέμονται λίγα μέτρα πιο πέρα. Είναι ο πρίγκιπάς της και εκείνη η πριγκίπισσα, που δε χρειάζεται να του ζητήσει να της υποσχεθεί ότι δε θα την πληγώσει, δε θα της φερθεί άσχημα, ότι θα την προσέχει πάντα. Υπάρχει μια ευγενική εντιμότητα σε αυτό το βλέμμα. Είναι από μόνο του υπόσχεση και εγγύηση για το αύριο, το άγνωστο αύριο που την τρομοκρατεί. 

Πλέκει τα δάχτυλά της μέσα στα δικά του. "Χάιδεψέ μου τα μαλλιά" του προστάζει και εκείνος υπάκουος, σαν αεράκι δροσερό αρχίζει να φυτεύει δέντρα και να προσθέτει λαγούς και νεράιδες μέσα στο αχανές δάσος των μαλλιών της.

-Ξέρεις τι σκέφτομαι; του λέει.

-Τι; τη ρωτάει εκείνος ενώ δε σταματά λεπτό να τη χαϊδεύει. Τα δάχτυλά του έχουν κατέβει στο μέτωπό της και το πιέζουν ελαφρά, χαλαρωτικά. 

-Σκέφτομαι πως ακόμα και αν δεν τα καταφέρουμε. έχουμε ήδη καταφέρει πολλά. Έτσι δεν είναι;

-Έτσι είναι ματάκια μου. Έχεις καταφέρει πολλά, της λέει. Και είμαι περήφανος για σένα. 

Ακολουθεί ένα φιλί στα χείλη, Κλείνει τα μάτια της για να το γευτεί σε όλη του την έκταση. Αυτά τα χείλη, λες και έχουν επινοηθεί για να συμπληρώνουν τα δικά της, να είναι πάντα ενωμένα, συνταιριασμένες προεκτάσεις των ψυχών τους.

Η πόρτα χτυπά δυνατά. Κοιτάζονται απορημένοι.  

-Ποιος να είναι τέτοια ώρα; 

-Είναι να μη βρεθούμε κάπου μόνοι οι δυο μας. Πάντα κάποιος θα χτυπάει την πόρτα να μας τη σπάσει, χαζογελάει ο Παύλος.

Του ρίχνει ένα άγριο βλέμμα, θυμίζοντάς τους πως δεν αντέχει τις χαζομάρες του κάτι τέτοιες στιγμές. Αλλά μετά γλυκαίνει. Τις λατρεύει ακόμα και αυτές κατά βαθός. 

Η πόρτα δέχεται ένα χτύπημα ακόμη πιο δυνατό, το τράνταγμα σείει σχεδόν ολόκληρο το δωμάτιο . "Αστυνομία" συνοδεύει μια αντρική φωνή το χτύπημα αυτή τη φορά και η Τζούντυ κοιτάζει στα μάτια το αγόρι της. Τα μάτια του είναι θολά, σχεδόν βουρκωμένα. 

Παντού μαζί σουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα