"Μαύρος γάτος"

246 35 0
                                    

Το μοτέλ μοιάζει με μια παρατημένη παράγκα στη μέση του πουθενά. Η βρώμικη όψη του είναι ευδιάκριτη παρά το απαλό μενεξεδί σεντόνι της καλοκαιρινής νύχτας που έχει σκεπάσει τα πάντα. Μια μεγάλη ταμπέλα, που τα μισά της γράμματα είναι σβησμένα, λάμπει, θέλοντας να πει "μοτέλ ο μαυρος γάτος" . Το πάρκιγκ είναι γεμάτο σκουπίδια, ένα μόνο αυτοκίνητο, ξεφτισμένο πορτοκαλί, με σκασμένη σαμπρέλα, σπάει τη μονοτονία του τοπίου. Η Τζούντυ σπρώχνει την πόρτα της εισόδου και συγκρούεται με το σκουριασμένο καμπανάκι που κρέμεται ακριβώς πάνω της, ειδοποιώντας τον υπεύθυνο ότι έχει επισκέψεις. Το κλιματιστικό στη μικρή ρεσεψιόν υπερλειτουργεί με αποτελέσμα ο χώρος να είναι παγωμένος. Εκείνη τρίβει με τα χέρια της τους αγκώνες της για να ζεσταθεί. 

O ρεσεψιονίστ είναι κρυμμένος πίσω από άδεια μπουκάλια ρετσίνας, μυρίζει αλκόολ και τσιγάρο. Σηκώνεται όρθιος και η μεγάλη του κοιλιά αποκαλύπτεται με αυτήν του τη κίνηση. Είναι φαλακρός, με άσπρα μαλλιά και ένα προγούλι τόσο μεγάλο που προκαλεί το βλέμμα να το περιεργαστεί. Τα γυαλιά μυωπίας που φορά είναι πενταβρώμικα, πώς θα μπορούσαν άλλωστε να ξεφύγουν από την ευρύτερη φιλοσοφία του χώρου;

Η Τζούντυ κοιτάζει τον Παύλο, ο Πάυλος την Τζούντυ, ο τρομακτικός ρεσεψιονίστ την Τζούντυ. Κανείς τους δε μιλάει, λες και κάτι το αδιανόητο έχει συμβεί μπροστά τους εκείνο το λεπτό μόλις. 

-Έχουμε κάνει κράτηση για απόψε. Στο όνομα Παύλος Δημητρίου, λέει εκνευρισμένη η Τζούντυ, τόσο με τον τύπο που δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω της, όσο και με τον Παύλο που δεν παίρνει την πρωτοβουλία να χειριστεί την κατάσταση. 

-Έχετε κάνει κράτηση...μάλιστα. Μισό, της απαντάει και με έναν εντελώς αγενές τρόπο, αφήνει ένα ρέψιμο να αντιλαλήσει στο στενό διάδρομο πίσω τους. 

-Χρειάζεστε ταυτότητα; 

-Δεν είμαστε Intercontinental εδώ, μαντάμ. 

Επιστρέφει με ένα ζευγάρι κλειδιά. Δωμάτιο 34. Στο τέλος του διαδρόμου. Της το δίνει και για λίγα λεπτά το χέρι του μένει γαντζωμένο πάνω της. Εκείνη τρομάζει με την εγγύτητα που της επιβάλλει. Δε θέλει να νιώθει τα σιχαμένα χέρια του πάνω της. 

-Αν και δε μου πέφτει λόγος, μήπως θέλετε, λέω εγώ τώρα, να σας δώσω ένα μονόκλινο; Γιατί να πληρώνετε τζάμπα λεφτά, μαντάμ;

-Καλά ρε, τυφλός είσαι; φωνάζει ο Παύλος, μαλάκα, ε μαλάκα! Την πέφτεις στην κοπέλα μου, τόλμησες και την ακούμπησες κιόλας...Ποιος νομίζεις πώς είσαι; 

-Παύλο, ηρέμησε! Ο άνθρωπος είναι μεθυσμένος, δεν τον βλέπεις; του ψιθυρίζει και τον διαβεβαιώνει πως θα αναλάβει εκείνη εξ' ολοκλήρου τον άξεστο άγνωστο.

-Είστε καλά; ξαναρωτάει εκείνος και ο Παύλος του φωνάζει πως θα ήταν πολύ καλύτερα αν δεν αναγκάζονταν να βλέπουν τη σκατόφατσά του. 

-Ρώτησα αν είστε καλά, μήπως χρειάζεστε βοήθεια; επαναλαμβάνει ο ρεσεψιονίστ και η Τζούντυ έχει καταλάβει πως ο τρελός απέναντί της απαξιεί επί τούτου το αγόρι της για να προκαλέσει φασαρία.

-Είμαστε μια χαρά, αλλά θα σας παρακαλέσω να είστε πιο ευγενικός με τον σύντροφό μου, προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες με τη σειρά της.

-Είσαι τρελή, εγώ φταίω τόση ώρα που είμαι ευγενικός. 

-Εσύ είσαι τρελός, του λέει ο Παύλος, πετώντας στο πλάι το backpack του για να του ορμήξει. 

-Ηρεμήστε και οι δύο, θα πάμε στο δωμάτιο και όλα είναι εντάξει. Δε θέλω ιστορίες. Αύριο έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε, δεν είμαστε για τέτοια.

Ο ρεσεψιονίστ κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι του σαν να ακούει ανοησίες. Σκύβει πίσω από τον πάγκο και ανοίγει ένα ακόμη μπουκάλι ρετσίνας. 

Προχωράνε στον σκοτεινό διάδρομο, ο Παύλος δε σταματά να βρίζει μέσα στα αυτιά της Τζούντυ. Στη φαγωμένη ξύλινη πόρτα το τρία είναι πεσμένο, ξαπλώμενο δίπλα στο τέσσερα, σαν να ξεψύχησε ανήμπορο δίπλα του.

-Φοβάμαι, γυρίζει και λέει στον Παύλο πριν ξεκλειδώσει. Με ανατριχιάζει αυτό το μέρος. Και αυτός ο τύπος είναι τόσο περίεργος...Χάθηκε να μείνουμε κάπου αλλού; 

-Μη φοβάσαι τίποτα, δε θα στο ξαναπώ. Εγώ είμαι εδώ, την καθησυχάζει και της φιλάει στοργικά το λαιμό. Εκείνη σπρώχνει το κλειδί στην πόρτα ήρεμη. 

Παντού μαζί σουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα