Μαζί σου

239 35 0
                                    

Σούρουπο. Τα χρώματα αρχίζουν και γίνονται μαβιά, κορδέλες κομμένες από ρευστό ύφασμα. Τα πρόσωπά τους ιδρωμένα, φωτεινά. Το δικό του πιο φωτεινό. Είναι λες και ολόκληρος, μαζί με το ποδήλατό του να είναι λουσμένος από μια φωτεινή άχλη που αγκαλιάζει μόνο εκείνον. Η Τζούντυ μουσκεμένη, χαμογελαστή. Οι γάμπες της δε νιώθουν πια τον πόνο, οι μύες της πασχίζουν να τη βοηθήσουν να φτάσουν στο τέρμα, στον προορισμό τους για απόψε.

Τον κοιτάζει πού και πού και του χαμογελάει, εκείνος έχει μια αυστηρή όψη, σοβαρή, προσηλωμένη στην οδήγηση. Το χείλος του συσπάται όμως και αυτό της δίνει δύναμη να συνεχίσει, μείναν μόνο δέκα λεπτά για να φτάσουν. Της αρκεί να τον νιώθει εκεί, μισό μέτρο πιο πέρα, ακόμα και αυτό της είναι αρκετό.

Ο Σαμψών είχε τα μαλλιά του, η Τζούντυ έχει τον Παύλο. Είναι ατρόμητη, αμαζόνα που δε φοβάται να τα βάλει με τα μεγαλύτερα τέρατα, με τους χειρότερους φόβους της. Χωρίς εκείνον είναι μια παιδούλα που το έσκασε από τους δικούς της, που φέρεται ανόητα, που δεν ξέρει τι της ξημερώνει. Δε θα τα καταφέρει, όχι, όταν εκείνος δεν είναι στο πλευρό της, όλα φαντάζουν αδύνατα. 

-Ξέρεις, θέλω να μου κάνεις μασάζ στα πόδια όταν φτάσουμε, δε θα μπορώ να τα κουνήσω αύριο, του λέει δυνατά, γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν της έδωσε σημασία νωρίτερα.

-Θα σου φτιάξω και μακαρόνια με κιμά για να φας, της απαντά και γελάει ενώ παράλληλα στερεώνει καλύτερα το κράνος στο κέφαλί του. Δε γυρίζει να την κοιτάξει, λες και το κάνει επίτηδες κάθε φορά που θα πει κάτι που ξέρει ότι θα τη βγάλει εκτός εαυτού.

-Είσαι χαζός, νευριάζω όταν σου μιλάω σοβάρα και μου απαντάς με τέτοιες χαζομάρες, του θυμώνει και επιταχύνει.

Τον προσπερνάει και είναι αποφασισμένη να μη γυρίσει καν να κοιτάξει πίσω της. Η αποφασιστικότητά της όμως διαρκεί λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα. Στρίβει το κεφάλι της αριστερά προς τα πίσω και εκείνος δεν είναι πουθενά. Αισθάνεται ένα ρίγος, τι θα κάνει χωρίς εκείνον; Πού είναι εκείνος; Πού μπορεί να πάει χωρίς εκείνος να είναι πλάι της; Να κρύφτηκε στο πλάι του δρόμου; Πού όμως; Και αν δεν μπορέσει να τον ξαναβρει; Πατάει τα φρένα και ετοιμάζεται να ακουμπήσει τα πόδια της στο έδαφος για να κοιτάξει καλύτερα.

-Μπου, την τρομάζει από τα δεξιά της ο Παύλος και εκείνη αρχίζει να τσιρίζει, να τσιρίζει και τελικά να ξεσπά σε γέλια, καθώς ο ήλιος, μεγάλος σαν όμορφη πορτοκαλοκίτρινη τρύπα στον μωβ ουρανό, στέκεται σαν φόντο που τρεμοπαίζει πίσω τους. 

-Μου έκοψες τη χολή. Πού στα κομμάτια κρύφτηκες; Για λίγο νόμισα ότι έφυγες.

-Και πού θα πήγαινα χαζή; Αν κοιτούσες λίγο δεξιά θα έβλεπες πως σε έφτασα στο πιτς, αθόρυβα και διακριτικά. Αλλά εσύ είσαι χαζή! Χαζή, χαζή!

-Σταμάτα να με μαλώνεις! Αλήθεια, τρόμαξα. Νόμιζα πως έφυγες. Πως με άφησες για πάντα.

-Ε, χαζούλα, τι σε έπιασε τώρα; Κάθε φορά που σε λέω χαζή, δε σε μαλώνω. Σ' αγαπάω ρε. Το καταλαβαίνεις ότι κάνουμε σαν δεκατριάχρονα; Φτάνουμε, γιατί σκέφτεσαι έτσι; Εγώ δε θα σε αφήσω ποτέ. Πάντα θα είμαι δίπλα σου. Παντού. Παντού μαζί σου. 

-Και κόψε αυτό το "ρε", μου τη δίνει, του λέει.

Αν και αυτά τα μικρά είναι που μας λείπουν από τους ανθρώπους. Τα "ρε", τα "σε", τα "μου".

Παντού μαζί σουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα