Η απόλυση

739 47 0
                                    

"Σαρανταεννιά και πενήντα" του λέει η Τζούντυ, καθώς του παραδίδει τη σακούλα με τις μπλούζες. H σακούλα είναι παραφουσκωμένη, όπως η αυτοπεποίθηση του μεσήλικου άντρα απέναντι της. Ο άγνωστος κύριος την ευχαριστεί και την κοιτάζει επίμονα, προκαλώντας τον εκνευρισμό στον Παύλο που τους κοιτάζει διακριτικά, καθώς τακτοποιεί πολύχρωμα ρούχα σε κάποια κρεμάστρα. Εκείνη αμήχανη, χαϊδεύει την αλογοούρα της με το δεξί της χέρι. Φοράει ένα μαύρο μπλουζάκι με το λόγοτυπο του καταστήματος και μια κοντή μαύρη φούστα που για καλή της τύχη δε φαίνεται πίσω από τον ψηλό πάγκο του ταμείου.

Η Τζούντυ νιώθει το βλέμμα του Παύλου να την καίει, είναι φορές που εκείνος δεν μπορεί να διαχειριστεί τη ζήλια του. Ξέρει πως μόλις ο άγνωστος ψηλός άντρας απομακρυνθεί, θα έρθει και θα της κάνει σκηνή μπροστά στους πελάτες. Είναι μια ζήλια που η Τζούντυ αγαπάει. Δεν υπερβάλλει, δεν την καταπιέζει. Εξάλλου, ξέρει πως την εμπιστεύεται και όλο αυτό είναι συνέπεια της καταπιεσμένης τους ανάγκης να είναι μαζί, να είναι μέσα της συνέχεια, ακόμα και τα λεπτά εκείνα που οι υπόλοιποι αφήνονται σε μια πεζή καθημερίνοτητα.

Δε φταίει μόνο το γεγονός ότι και οι δυο ζουν με τους γονείς τους, αν και έχουν κλείσει εδώ και καιρό τα εικοσιπεντέ. Λατρεύουν και οι δυο το σεξ. Το δικό τους σεξ. Τους απογειώνει, τους εκτοξεύει στα ύψη, τους κάνει να ξεχνάνε προβλήματα και έγνοιες. Τους κάνει πιο δυνατούς, πιο αγαπημένους. Το αποζητάνε συνέχεια, παραδομένοι στο λήθαργο της σεξουαλικής έντασης. Είναι φορές που η Τζούντυ σκέφτεται πως γεννήθηκε μόνο γι' αυτό. Για να τον νιωθει μέσα της, την υγρή του γλώσσα να ταξιδεύει στους λόφους του κορμιού της και να καταλήγει στις πιο απόκρυφες πηγές. Ναι, γεννήθηκε γι΄αυτό.

"Έλα μαζί μου, τώρα" της λέει ο Παύλος που στέκεται ήδη πίσω από την ταμειακή μηχανή. Είναι ελάχιστα πιο ψηλός από εκείνη. Σκούρα επιδερμίδα, γυμνασμένα χέρια, μαύρα μάτια, σκοτεινά, μυστηριώδη. Βλεφαρίδες μεγάλες, σχεδόν γυναικείες.

"Είσαι τρελός" του απαντά εκείνη και χαμογελάει διακριτικά στην πελάτισσα με τον τεράστιο φιόγκο στα φουντωμένα της μαλλιά.

"Έλα τώρα, μην αρχίσω και ουρλιάζω και μας ακούσουν όλοι έδω μεσα", λέει με πιο δύνατη φωνή και η Τάνια από τη διπλανή ταμειακή της κάνει νόημα πως θα αναλάβει εκείνη την εξυπηρέτηση. Τον ακολουθεί στις τουαλέτες του ορόφου, είναι και οι δυό τους πιασμένοι χέρι χέρι ήδη, αγνοώντας την ύπαρξη του διευθυντή πωλήσεων στον όροφο.

"Τι έγινε, Παυλάκη; Ερεθίστηκες που είδες τον πενηντάρη να μου την πέφτει ευγενικά";

"Σκάσε" της λέει εκείνος και την τραβάει με το στιβαρό του χέρι κοντά του.

"Σκάω" σκέφτεται εκείνη και αφήνει τα μεγάλα του χείλη να πλησιάσουν τα δικά της. Είναι τόσο απαλά που θα μπορούσε να μείνει πάνω τους χρόνια ολόκληρα, να ακουμπάει τις ανάσες της, τα δάκρυά της, το πάθος της για εκείνον. Τη δαγκώνει με βία. Του ανταποδίδει το δάγκωμα, ακόμα πιο δυνατά. Τα χείλη του μένουν παγιδευμένα ανάμεσα στα δόντια της. Εκείνος εκνευρίζεται, την ανεβάζει ένα επίπεδο ψηλότερα με τα δυό του χέρια και έτσι όπως είναι στον αέρα, της ανεβάζει τη φούστα με τις μεγάλες παλάμες του. Εκείνη περνά τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Τα σφίγγει γύρω του σαν να 'ταν πύθωνες που βρήκαν το θύμα τους. Κολλάει την πλάτη της στον τοίχο. Η πόρτα της τουαλέτας χτυπά.

"Σσσσς" του λέει εκείνη και βάζει το μακρύ, λεπτό δάχτυλό της πάνω στο στόμα του. Περιμένουν για λίγο, με τις καρδιές τους να πάλλονται σε παράλληλο ρυθμό, σιωπηλοί και αιφνιδιασμένοι. Όποιος και αν είναι, θα φύγει, σε πέντε λεπτά θα είναι πίσω στις θέσεις τους.

"Τζούντυ, Παύλο, ανοίξτε. Αυτή τη στιγμή! Ξέρω πως είστε εκεί μεσά" φωνάζει έξαλλος ο διευθυντής τους.

Παντού μαζί σουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα