Εσύ καλύτερα μείνε εδώ

154 5 4
                                    

Η ησυχία ήταν απόλυτη την ώρα που ξεκινούσαν. Ζώστηκαν τα παλικάρια τα τουφέκια με το που πάτησαν στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού, τα είχαν παραχωμένα μέσα στις γλάστρες με τις φουντωμένες πρασινάδες, πού να ήξερε η μάνα που τους αποχαιρετούσε πως, όχι, δεν πήγαιναν να δουν τα κορίτσια τους, μα έφευγαν για μια αποστολή που θα έπαιζε την ζωή τους στην κόψη του ξυραφιού. Το σκοτάδι ήταν πυκνό, μαύρο και αδιαπέραστο, ο πιο έμπιστος συνεργάτης στη δουλειά που σε λίγο θα ξεκινούσαν. Φτερά έβαλαν στα πόδια, προσέχοντας να μην κάνουν τον παραμικρό θόρυβο καθώς ελίσσονταν στα στενά σοκάκια της Αμισού, που κοιμόταν γύρω τους ανυποψίαστη. Κατάφεραν να βγουν στη δημοσιά δίχως να τους πάρει χαμπάρι ψυχή, ένα σκυλί μονάχα ίσα που αλύχτησε στο πέρασμά τους κι ύστερα λούφαξε στη γούρνα του, βολεύτηκε, δεν καταλάβαινε από τις φούριες που τυραννούσαν τα μυαλά των ανθρώπων. 

Ο Θέμης προπορευόταν. Μιλιά δεν είχε βγάλει από την ώρα που έφυγαν απ' το σπίτι κι ας το ήξερε πως ο Μίλτος επιθυμούσε να κουβεντιάσουν έστω και λίγο, να κανονίσουν μια μικρή λεπτομέρεια, να μην βαδίζουν βουβοί. Προτιμούσε την ησυχία του, τα ολόμαυρα μάτια σάρωναν κάθε σπιθαμή γύρω τους, τ' αυτιά ήταν τεντωμένα, προσπαθούσαν να συλλάβουν και το παραμικρό τρίξιμο που μπορούσε να τους προδώσει, τα νεύρα σφιγμένα όσο ποτέ. Το χέρι του κινούνταν ασυναίσθητα και συνεχώς προς τη σφιχτοδεμένη ζώνη που κρατούσε φυλαγμένο μέσα της το όπλο του, και κάθε που το άγγιζε, να σιγουρευτεί πως είναι στη θέση του, το ίδιο χέρι πεταγόταν νευρικά μακριά, οι παλμοί του ανέβαιναν.

«Θέμη!» τον κάλεσε ψιθυριστά ο Μίλτος σαν είχαν βγει για τα καλά πλέον απ' το χωριό. Τινάχτηκε εκείνος και σταμάτησε απότομα το γοργό του βήμα, γύρισε και τον αντίκρυσε με βλέμμα σκοτεινό. «Είμαστε σίγουροι γι' αυτό που πάμε να κάνουμε;», τον έπιασε από το μπράτσο, προσπάθησε μέσα στο σκοτάδι να ψάξει τα μάτια του.

«Τώρα ξεκινήσαμε.» απάντησε κοφτά εκείνος και τράβηξε το χέρι απ' τη λαβή του αδελφού του, κάνοντας να συνεχίσει το περπάτημα.

«Αδελφέ.» τον γράπωσε ξανά εκείνος, πιο γερά αυτή η φορά, πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του. «Σε καταλαβαίνω κι ας μη μιλώ. Τώρα είμαι κι εγώ εδώ. Δεν είσαι μόνος.» Άκουσε την ανάσα του Θέμη να βγαίνει βαριά, μπορούσε να φανταστεί το βλέμμα στα μάτια του κι ας μην το διέκρινε καθαρά. Καθάρισε τον λαιμό του ο Θέμης, έσιαξε τη ζώνη του.

«Πάμε.» αρκέστηκε να πει χωρίς η φωνή του να τσακίσει στιγμή και πήραν ξανά τον δρόμο προς το σπίτι του Παναγιώτη, που βρισκόταν λίγο πιο έξω απ' το χωριό, βαδίζοντας γοργά. 

1. Το φυλαχτόWhere stories live. Discover now