«Τί σε φέρνει στην πολιτεία, παλικάρι μου.», ρώτησε ο πατέρας με ένα χαμόγελο στα χείλη του και φέρνοντας το ποτήρι του στο στόμα του.

 «Ξεχωρίζω αρκετά, ε γέρο;», απάντησε με ένα χαμόγελο ο κλέφτης.

 «Δεν έρχονται και πολλοί λεβέντες στους Μύλους.»

 «Η αλήθεια είναι πως δεν ήρθα για το κρασί και τον καφέ.», ο άνδρας έσκυψε πάνω από το τραπέζι και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του ώστε να τον ακούμε μόνο εμείς. «Ο Γέρος του Μοριά ξαναστήνει την επανάσταση. Λέει πως του έστειλε όραμα ο Θεός με την νίλα του Δράμαλη! Ψάχνει κόσμο με καρδιά, για να πολεμήσει!», οι ψίθυροι του Ανδρέα εκφέρονταν με περισσό πάθος, χωρίς ποτέ να αυξάνουν σε ένταση.

 «Μη λες τίποτ' άλλο!», είπε αποφασιστικά ο πατέρας και άδειασε το ποτήρι του. «Αν ο Κολοκοτρώνης έχει την ανάγκη των Ελλήνων, με χαρά να του τη δώσω!».

 «Πατέρα!», ανασηκώθηκα κάπως αναστατωμένος. «Δεν είναι λίγο παράτολμο όλο αυτό;»

 «Τι άλλο μένει Μιλτιάδη; Τους βλέπεις τους πολιτικούς, τρέχουν σα τα ποντίκια! Αν θέλουμε μια Ελλάδα δική μας, τότε πρέπει να πιάσουμε τα όπλα!», τα μάτια του έκαιγαν σαν κάρβουνα! Είχε δίκιο! Είχε απόλυτο δίκιο! Έγνεψα καταφατικά και κοιτάξαμε και οι δύο προς το μέρος του Ανδρέα, με βλέμματα που δήλωναν τη συμφωνία μας. Ο Ανδρέας δε μπόρεσε παρά να χαμογελάσει.

ΤΡΛΖΓΦΓ

 Είχαν περάσει αρκετές μέρες που είχαμε αφήσει την αίγλη του σπιτιού μας. Είχαμε ξεκινήσει κι εμείς παρόμοιο έργο με τον Ανδρέα, από πόλη σε πόλη και από λημέρι σε λημέρι, φέρναμε όλο και περισσότερο κόσμο στον αγώνα. Μπήκαμε έφιπποι στο κάστρο του Άργους και αναφέραμε στον Ανδρέα τι είχαμε κάνει. Κάτοικοι της Νεμέας είχαν δεχθεί να είναι σε επιφυλακή και να αναμένουν οδηγίες από τους οπλαρχηγούς. Ο Ανδρέας μας αγκάλιασε και στη συνέχεια ζήτησε να μας μιλήσει ιδιαίτερα. Τον ακολουθήσαμε σε ένα μικρό δωμάτιο του κάστρου, με ένα κρεβάτι, ένα γραφείο με ένα χάρτη της ευρύτερης περιοχής -από την Αργολίδα ως την Κόρινθο- και ένα λυχνάρι να φωτίζει το χώρο.

 «Τι συμβαίνει, αφεντικό;», ρώτησε ο πατέρας καθώς ο Ανδρέας έκλεινε την πόρτα του δωματίου, προσπαθώντας να εξασφαλίσει το ότι κανείς δε μας άκουγε.

 «Ακούστε με, γιατί πιάσαμε μεγάλο λαβράκι!», απάντησε ο ληστής τρίβοντας της πελώριες παλάμες του με ανυπομονησία. «Πριν κάποιες μέρες πέρασαν από το Άργος κάποιοι Αρμένιοι έμποροι. Μου είπαν πως πέρασαν από εδώ...», σήκωσε το χάρτη από το γραφείο και έβαλε το δάχτυλο του πάνω σε μια περιοχή λίγο πιο έξω από το Άργος προς τα ανατολικά. «Από το Μέρμπακα.»

The Crypt - Η ΚρύπτηΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα