Πεταλούδα της Νύχτας

Zacznij od początku
                                    

 «Έλα τώρα! Δε σου έκανε και καμία ειδική εξυπηρέτηση το Μαράκι;»

 «Business is business, and sex is sex, my friend!», είπε με την πιο ελληνική αγγλική προφορά που είχα ακούσει στη ζωή μου, σηκώνοντας τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του. «Στο Γραφείο Τελετών Εμμανουήλ Καράμενου δε κάνουμε εξαιρέσεις! Επίσης ήθελα να πάρω κι ό,τι μας είχε κλέψει ο Παρασκευάς στις μοιρασιές. Αυτό το κάθαρμα στάνταρ έπαιρνε μεγαλύτερη πραμάτεια απ' τα κορίτσια!», είχε σφιγμένη τη γροθιά του και μιλούσε μέσα από τα δόντια του.

 «Δε νομίζω, ο Παρασκευάς ήταν τίμιο λαμόγιο.», ο Μανώλης μαζεύτηκε στη θέση του χωρίς να μιλήσει για τη συνέχεια της διαδρομής. Σύντομα ήμασταν έξω από το νεκροταφείο. Με τόσες κηδείες είχα μάθει πια το δρόμο απ' έξω κι ανακατοτά.

 Βρήκα να παρκάρω πολύ εύκολα. Δεν ήταν πολλά άτομα στην κηδεία και -πέρα από δύο τρία αμάξια- το πάρκινγκ ήταν άδειο. Περάσαμε μέσα από τα μνήματα μέχρι που φτάσαμε στον ανοιχτό τάφο του Παρασκευά. Οι υπάλληλοι του Μανώλη έβαζαν το φέρετρο στο λάκκο. Η Μαρία είχε πλαντάξει. Χτυπούσε το στήθος της μανιασμένα και φώναζε «Γιατί τον πήρες μακριά μου!!!». Πήγα κοντά της και την έπιασα από τους ώμους σε μια εμψυχωτική αγκαλιά. Φαινόταν να ηρεμεί λίγο. Μόλις ο Παρασκευάς πάτησε στο χώμα μια γυναίκα με προσπέρασε και πήγε προς τον τάφο. Φαινόταν γύρω στα σαράντα πέντε, το πολύ πενήντα, με ξανθά μαλλιά μπούκλες. Φορούσε ένα μαύρο ταγιέρ και το πρόσωπο της καλυπτόταν από ένα λεπτό μαύρο τούλι. Στα χέρια της κρατούσε μια ανθοδέσμη από χρυσάνθεμα, τα οποία και πέταξε πάνω στο φέρετρο. Ύστερα απλά γύρισε την πλάτη της στον νεκρό και αποχώρησε. Δεν την είχα ξανά δει ποτέ αυτή τη γυναίκα, κι απ' ό,τι αντιλαμβανόμουνα δεν ήμουν ο μόνος. Κι όμως, παρότι ήμουν βέβαιος πως δεν την είχα ξανά δει, κάτι πάνω της ήταν οικείο. Η ταφή συνεχίστηκε όπως συνηθίζεται. Όταν πια τελείωσε είχε αρχίσει να πέφτει ο ήλιος, με τον ουρανό να παίρνει το γνωστό πορτοκαλί και βιολετί χρώμα.

 Ο Μανώλης πήρε τη νεκροφόρα και πήγε σπίτι του. Η Μαρία μου ζήτησε να τη συνοδέψω στο σπίτι της. Ποιος είμαι εγώ για να απογοητεύσω μία χήρα; Η διαδρομή ήταν σιωπηλή, με τη Μαρία να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Όταν φτάσαμε στο νεοκλασικό στη Νέα Σμύρνη είχε πια νυχτώσει. Πάρκαρα κάπως άτσαλα, τολμώ να ομολογήσω, και μπήκαμε μέσα.

 Ο χώρος δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η κουζίνα που έβλεπε στο σαλόνι ήταν η ίδια, ο πάγκος μαζεμένος, τα πιάτα πλυμένα και στον φούρνο θα ορκιζόμουν πως υπήρχε κάποιο κρασάτο. Το σαλόνι στην πένα, με την εξαίρεση ότι το χαλί που οδηγούσε από το καθιστικό στο διάδρομο και στα μέσα δωμάτια ήταν ελάχιστα εκτός της θέσης του. Στους τοίχους οι κορνίζες με τον Παρασκευά παρέμεναν εκεί που ήταν όσο ζούσε, καμία δεν είχε φύγει. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού ήταν ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί με δύο άδεια ποτήρια κι έναν ογκώδη φάκελο. Αν κάποιος δεν ήξερε τη Μαρία θα παραξενευόταν που δεν είχε εκτονώσει τη θλίψη της στο διαμέρισμα της, αλλά όποιος είχε ζήσει τη σχέση της με το Παρασκευά, ήξερε πως δεν υπήρχε και πολλή θλίψη για εκτόνωση ούτως ή άλλως.

The Crypt - Η ΚρύπτηOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz