Το ξόδι του αυτοκράτορα

225 21 101
                                    

Είχανε συμπληρωθεί μήνες εννιά ξανά για τη Θεοφανώ, και ένας Μάρτης υποσχετικός κόντευε να μεσάσει. Ο Ρωμανός τόσον καιρό τις είχε ξεχάσει θαρρείς τις βρόμικες απολαύσεις, προς τις οποίες πήγε εκ νέου να διολισθήσει, φαίνεται όμως η φύση του ήταν κατά βάθος πιο αδύναμη απ' ο, τι ήθελε να νομίζει κι η γυναίκα του. Ήτανε τώρα Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περίοδος νηστείας και πνευματικού αγώνα, υποτίθεται, και ωστόσο μερικοί από τους επιτήδειους πρώην συνωμότες, που δεν το έβαζαν κάτω στην υποχθόνια λυσσώδη προσπάθειά τους να φθείρουν τον νεαρό αυτοκράτορα, του πρότειναν να τους συνοδεύσει σε κυνήγι ελαφιών στον Όλυμπο της Μυσίας. Δίστασε στην αρχή εκείνος, αναλογίστηκε την ετοιμόγεννη συμβία του, την περίοδο που διήνυε η χριστιανοσύνη και το παράδειγμα που θα όφειλε ο ίδιος ως δεσπότης της να δίνει, μα γρήγορα οι υποσχέσεις κι οι κολακείες τους, με πρωτοστάτη τον Χαλκούτζη, τον έπεισαν ν' αποσκιρτήσει και να ξεπορτίσει. Μια κρυάδα γροίκησε στην καρδιά η αυγούστα, όταν ο άντρας της τής ομολόγησε την απόφασή του.

«Θα πας να θηρεύσεις; Τώρα που από στιγμή σε στιγμή γεννάω, κι είναι και Σαρακοστή;» τον ρώτησε απογοητευμένη μαζί και με μια ανεξήγητη τύρβη των σωθικών της. «Γιατί, Ρωμανέ μου; Τόσο πολύ σου λείπει; Κι αν... αν μου πάθεις κάτι; Σε θέλω εδώ, όταν θα γεννιέται το παιδί μας, η κόρη μας, που τόσο λαχταράς κι εσύ κι εγώ!..»

«Θεοφανώ μου, αγάπη μου, ποτέ δεν κακοπάθησα σε θήρα, ούτε λαβώθηκα, παρά μόνο εκείνη τη μοιραία φορά στον Ταΰγετο που μου 'μελλε να σε γνωρίσω και να σ' ερωτευτώ» την καθησύχασε, φιλώντας της τρυφερά το μέσα της παλάμης της, που είχε απλώσει ικετευτικά στο μάγουλό του. «Το πολύ σε τρεις μέρες θα είμαι πίσω, γερός όπως πάντα, και θα αγκαλιάσω το τρίτο μας το σπλάχνο, που θα φέρεις στον κόσμο εσύ, η πανέμορφη γυναίκα μου, η βασίλισσά μου!»

«Τρεις μέρες; Πολλές είναι, πάρα πολλές...» μουρμούρισε παραπονεμένη, αγγίζοντας την κοιλιά της. Ωστόσο έσκυψαν τα χείλη του Ρωμανού και σφραγίσανε με θέρμη το μέτωπο και το στόμα της, και με το αποτύπωμά τους νωπό ακόμα τη βρήκαν τη Θεοφανώ οι ωδίνες, λίγες μόλις ώρες αργότερα · και τη βάλανε στην Πορφύρα, και εκεί, μες το βασιλικό «μαιευτήριο» που έσταζε χλιδή, γέννησε κορίτσι, όπως το ποθούσε, και δάκρυσε από χαρά, όταν οι βάγιες τής είπανε το φύλο του και της το δώσανε να το βαστάξει στην αγκάλη της. Είχεν ο μήνας δεκατρείς, και η μικρή πορφυρογέννητη είχε ανυψώσει τη μητέρα της όχι στον έβδομο μονάχα, αλλά στον δέκατο τρίτο ουρανό.

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα