Νόστος

19 2 6
                                    

Του έδεσε την γραβάτα και το βλέμμα της συνάντησε το δικό του που ακολουθούσε κάθε της κίνηση. Στον τρόπο που κοιτούσαν ο ένας τον άλλο μπορούσες να διακρίνεις μόνο λατρεία.Ένα δάκρυ ξέφυγε από τα βλέφαρα του και γύρισε αλλού το βλέμμα του για να μην το δει εκείνη.

«Άρη;» Η φωνή της Λυδίας βγήκε τρεμάμενη και φορτισμένη με συναίσθημα.Εκείνος γύρισε αμέσως να την κοιτάξει με απορία.

«Σε ευχαριστώ που δεν με εγκατέλειψες» Εκείνος χαμογέλασε καθώς έβλεπε τα γκρίζα μαλλιά της να γίνονται μαύρα και τα βαθιά χαρακώματα του χρόνου να εξαφανίζονται από το πρόσωπο της.

Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν τον χωρούσε πλέον.Οι βοτανολογικές του ικανότητες και γνώσεις περιορίζονταν σε ένα μικροσκοπικό εργαστήριο.Ήθελε να καταγράψει τους φυτικούς οργανισμούς άλλων περιοχών και κατά προτίμηση νησιών.Οπότε,τώρα έκανε ένα μεγάλο βήμα κοντύτερα στις φιλοδοξίες του ανεβαίνοντας σε εκείνο το πλοίο που κατευθυνόταν προς την Κρήτη.Αν και του ήταν αρκετά δύσκολο να κάνει το οποιοδήποτε βήμα με τόσα βιβλία που κρατούσε.Ανέβηκε μετά από αρκετή προσπάθεια στην πρύμνη και τότε τα βιβλία του έπεσαν από τα χέρια.Στην άκρη του πλοίου στεκόταν ένα αερικό με μακρύ κατάμαυρο μαλλί κι ένα ελαφρύ καλοκαιρινό φόρεμα που ανέμιζε κατά τη βούληση του ανέμου.Πλησίασε με τα μέλη του να τρέμουν και αδιαφορώντας για τα χαρτιά του που τα έπαιρνε ο άνεμος.Ξαφνικά,γύρισε προς τα εκείνον,όταν την είχε πλησιάσει αρκετά, και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.Οι νύχτες των ματιών του απέκτησαν αστέρια από τον θαυμασμό.Τα μάτια της ήταν δίχρωμα,το ένα καθαρό γαλάζιο σαν τον ουρανό και το άλλο σμαραγδένιο. Χαμογέλασε κοιτώντας την αμίλητος και τα μάγουλα της ρόδισαν.Πήγε να συστηθεί αλλά τον διέκοψε το βουητό μίας σειράς τρανταχτών γέλιων.Γύρισε σαστισμένος προς την κατεύθυνση απ'όπου ερχόταν ο ήχος κι αντίκρισε μία παρέα ανδρών με κακία στα χαρακτηριστικά τους.

«Έι,φρικιό,σε έδιωξαν οι γονείς σου για να μην τους ατιμάζεις;» Φώναξαν με τα λόγια τους να στάζουν ειρωνεία και του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει ότι έτσι αποκαλούσαν την οπτασία δίπλα του.Η οργή θέριεψε σαν φωτιά μέσα του και πριν το καταλάβουν,τους είχε χιμήξει.Δυστυχώς, όμως η σωματική του διάπλαση δεν ήταν και η καλύτερη εφόσον ήταν λιτοδίαιτος κι έδινε περισσότερη προσοχή στη γύμναση του μυαλού ενώ έπρεπε να τα βάλει με τρεις ταυτόχρονα,συνεπώς δεν άργησε να βρεθεί αιμόφυρτος στο έδαφος.Η κοπέλα τον πλησίασε και του περιποιήθηκε τις πληγές.Όταν βρήκε ξανά τις αισθήσεις του,είχε νυχτώσει.Την κοίταξε με το ένα μάτι μισόκλειστο λόγω της μελανιάς που είχε κερδίσει λίγο πριν.Το πρόσωπο της φωτιζόταν από το φως του φεγγαριού το οποίο της έδινε μία εξωπραγματική ομορφιά.Τα μάτια του που είχαν το χρώμα του κάρβουνου δεν έπαυαν την παρακολουθούν.

ΝόστοςWhere stories live. Discover now