Κεφάλαιο 1

92 8 0
                                    

Ξύπνησε το επόμενο πρωί από τον ήχο του κινητού της. Ήταν πολύ νωρίς. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της γιατί νόμιζε πως είχε αργήσει στην δουλειά. Η ώρα ήταν ακόμα οκτώ. Είχε δυο ώρες μέχρι να πάει στην δουλειά. Το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπάει.
«Κοιμήσου μωρό μου... είναι πολύ νωρίς ακόμα» άκουσε τον Αντριάν να μουρμουράει και πάνω που πήγε να ξαπλώσει ξανά στην αγκαλιά του το κινητό της χτύπησε για δεύτερη φορά.
Το κοίταξε και είδε το όνομα του Έντουαρντ στην οθόνη.
«Πρέπει να το σηκώσω αυτό» του είπε και σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι.
«Ξέρω δουλειά» της είπε και την άφησε να φύγει από το δωμάτιο για να μιλήσει.
«Έντουαρντ;» Είπε όταν σήκωσε το τηλέφωνο και περίμενε να ακούσει την φωνή του.
«Σε ξύπνησα; Συγγνώμη... ξέρω ότι έφτασες αργά χθες»
«Δεν πειράζει... έγινε κάτι;» Ρώτησε και η καρδιά της χτυπούσε με γρήγορους ρυθμούς περιμένοντας να ακούσει τι είχε να της πει.
«Αγάπη μου δεν ξέρω πως να....» είπε και έκοψε στην μέση την πρόταση του.
«Απλά πες μου τι βρήκατε»
«Τίποτα ακόμα... αλλά δεν είναι εδώ... λείπει εδώ και τρεις μέρες.... το τηλέφωνο της είναι κλειστό... προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον φίλο της αλλά δεν τον βρίσκω πουθενά»
«Πάρε με αν έχεις νεότερα πρέπει να κλείσω» είπε βιαστικά όταν άκουσε τον Αντριάν να πλησιάζει.
«Πρωί πρωί δουλειά;» Την ρώτησε και την αγκάλιασε τρυφερά.
«Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ» του είπε και τον φίλησε πεταχτά στο στόμα. «Να βάλω καφέ;» Είπε και πήγε μέχρι την κουζίνα.
«Όχι αγάπη μου θα πιω στο γραφείο» της απάντησε ενώ εκείνη έβαζε σε μια κούπα καφέ για εκείνη.
«Σκέφτηκες καθόλου την συζήτηση που είχαμε χθες;»
«Ποια συζήτηση;» Ρώτησε και ήπια μια γουλιά από τον καφέ της.
«Για το παιδί Ιζαμπέλα»
«Αντριάν τα είπαμε αυτά... δεν είναι καλή περίοδος για να κάνουμε παιδί... για εμένα τουλάχιστον»
«Και ποτε θα είναι καλή περίοδος για εσένα; Ποτε δεν είναι καλή»
«Μπορείς να μην θυμώνεις κάθε φορά που κάνουμε μια συζήτηση...μην τα βλέπεις όλα εύκολα»
«Κάποτε το ήθελες και εσυ θυμάσαι;»
«Κάποτε ναι... τώρα δεν μπορώ... δεν θέλω»
«Εντάξει Ιζαμπέλα... πάλι το δικό σου θα γίνει» της είπε και πήγε στο δωμάτιο να ετοιμαστεί για να πάει στο γραφείο.
Ψάχνωντας να βρει την ζώνη του ένα κουτάκι έπεσε μέσα από το συρτάρι.
«Τι στο....» μονολόγησε διαβάζοντας το κουτί.
Πήγε βιαστικά στο σαλόνι και την κοίταξε στα μάτια.
«Τι τρέχει;» Τον ρώτησε εκείνη με απορία.
«Τι είναι αυτό;»
«Πιο;»
«Αυτό εδώ» είπε και πέταξε το κουτί στο τραπέζι της κουζίνας.
«Αυτό που βλέπεις» του απάντησε εκείνη αδιάφορη.
«Ποτε θα μου το έλεγες;»
«Ότι παίρνω αντισυλληπτικά; Δεν το κρατούσα κρυφό... νόμιζα ότι τόσο καιρό το ήξερες» του απάντησε και συνέχιζε να πίνει τον καφέ της.
«Υπάρχει κάτι άλλο να μάθω για εσένα που μου το κρύβεις;»
«Αν ήθελα να το κρύψω αυτά εδώ δεν θα ήταν στο συρτάρι αλλά κάπου καλά κρυμμένα... και στην τελική δεν είπα εγώ ότι θέλω να κάνουμε παιδί και τα παίρνω κρυφά... τα παίρνω ακριβώς γι' αυτό επειδή δεν θέλω να κάνω παιδί»
«Και τα θέλω τα δικα μου; Τι γίνεται με αυτά;»
«Εσυ Αντριάν μόνο θέλεις... πάντα αυτό κανεις... θέλεις» είπε και αφήνοντας την κούπα με τον καφέ της στο τραπέζι κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο.
Εκείνος δεν την ακολούθησε. Πήρε το σακάκι του και έφυγε κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω του. Ξεφυσιξε με μια απογοήτευση στο βλέμμα της. Ετοιμάστηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε αφήνοντας για άλλη μια φορά πίσω τον καυγά τους και έφυγε για την δουλειά.
«Νωρίς νωρίς σήμερα» της είπε ένας συνάδελφος της όταν τη είδε να μπαίνει στο γραφείο της.
«Δεν είχα ύπνο... και ήρθα» του απάντησε και κάθισε στην καρέκλα της ανοίγοντας βιαστικά τον υπολογιστή της.
«Αυτό είναι από τον διοικητή... είπε να το ελέγξεις» της είπε ο Ρόμπερτ πριν αποχωρήσει.
«Πες πως έγινε» του είπε χαμογελώντας και εκείνος έφυγε ενώ η Ιζαμπέλα προσπάθησε να βρει στο Ίντερνετ ότι στοιχεία μπορούσε για την υπόθεση στο Σιάτλ.
Ματωμένο κολιέ. Σπασμένο ρολόι. Κοπέλα αγνοείται. Τηλέφωνο κλειστό. Ο φίλος της αγνοείται επίσης.
«Γαμωτο» είπε και χτύπησε το χέρι της πάνω στο γραφείο.
«Οοοου... Σούαν.... νευράκια;» Της είπε ο συνεργάτης της και κάθισε σε μια από τις καρέκλες που βρισκόταν απέναντι της.
«Ράιαν... Ιζαμπέλα με λένε» του είπε και εκείνος γέλασε με δεν έκανε και αυτή το ίδιο.
«Έφερα καφέ»
«Αν και ήπια νομίζω ότι θα τον χρειαστώ... ευχαριστώ» του είπε και πήρε τον καφέ που είχε αφήσει στο γραφείο.
«Τι έχεις;»
Τον κοίταξε μα δεν του απάντησε.
«Ει.... ξέρεις ότι μπορείς... να μου μιλάς έτσι;; Θέλω να πω εκτός από συνεργάτες νόμιζα ότι είμαστε και φίλοι»
«Ράιαν πίστεψε με είσαι ο μοναδικός μου φίλος πλέον»
«Έχει σχέση με τον Αντριάν;»
«Πολλά εμπλέκονται.... είναι δύσκολη περίοδος και είμαι....»
«Οοο Σούαν μην μου πεις ότι είσαι έγκυος» της είπε πειράζοντας την.
Κατάφερε να την κάνει να γελάσει παρόλο που δεν ήθελε να του πει αυτό.
«Δεν είμαι έγκυος... ευτυχώς να λες... μπερδεμένη είμαι»
«Νόμιζα ότι ήθελες παιδί»
«Θέλω.... ήθελα... αλλά ξέρεις... μετά από...»
«Ναι ξέρω ας το αφήσουμε... ξέρω ότι δεν είναι και πολύ ευχάριστο»
«Απλά ο Αντριάν νομίζει ότι θα λυθούν όλα αν κάνουμε παιδί... δεν θα λυθεί τίποτα... ίσα ίσα που θα μεταδώσουμε σε ένα παιδί τα δικα μας προβλήματα και δεν το θέλω αυτό»
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να το κανεις... θέλω να πω... και εγώ είμαι παντρεμένος... κι εγώ θέλω παιδί αλλά η Ελίνα δεν θέλει»
«Με μια διαφορά... έχεις μόνο ένα χρόνο που είσαι παντρεμένος... όλα είναι τέλεια τον πρώτο χρόνο άντε και τον δεύτερο»
«Γιατί τι αλλάζει στον τρίτο;» Θέλησε πολύ να μάθει εκείνος.
«Οι άνθρωποι»
«Εσυ; Άλλαξες;»
«Ήμουν έτσι;»
«Θα ήσουν καλά όμως αν δεν είχαν συμβεί όλα αυτά»
«Ναι μπορεί... αλλά συνέβησαν και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αλλάξω»
«Ράιαν.... ο διοικητής σε θέλει στο γραφείο του» ακούστηκε μια φωνή έξω από το γραφείο.
«Έγινε... σε πέντε είμαι εκεί» απάντησε ο Ράιαν και εκείνος έφυγε.
«Τι έχεις κάνει;» Τον ρώτησε με ανακριτικό βλέμμα η Ιζαμπέλα.
«Αυτά στην δουλειά σου ομορφιά μου όχι σε εμένα» της είπε για να την πειράξει και εκείνη γέλασε αλλά μετά ξανά πήρε το σοβαρό της ύφος.
«Όχι σοβαρά... τρέχει κάτι;»
«Θα σου πω όταν τελειώσω με τον διοικητή» της είπε και της έστελνε φιλάκια πριν βγει από το γραφείο τους.
«Φύγε» είπε και εκείνη και γελούσε όταν εκείνος είχε πια απομακρυνθεί.
Ήταν πραγματικά ο μοναδικός της φίλος πλέον. Δουλεύουν μαζί τα τελευταία δυο χρόνια. Έχει αλλάξει αρκετούς συνεργάτες στα πέντε χρόνια που δουλεύει εκεί αλλά τον Ράιαν τον ξεχώρισε. Μάλλον ήταν ο τρόπος του. Ο τρόπος που είχε να την κάνει να αισθάνεται καλά ακόμα και όταν δεν ήταν και υποθέτω ότι αυτό κάνουν οι φίλοι. Προσπαθούν να σε κάνουν να νιώθεις καλά. Πριν παντρευτεί είχε μια φίλη. Μετά τον γάμο όμως περιορίστηκε στο σπίτι και στην δουλειά και δεν την ξανά είδε από τότε.  Ο Ράιαν ήταν φίλος και συνεργάτης. Μόνο αυτός. Συνέχιζε να ψάχνει αλλά τίποτα άλλο δεν βρήκε πέρα από αυτά που είχε ήδη βρει τα οποία της τα είχε πει και ο Έντουαρντ. Κάλεσε και εκείνη στο κινητό της. Ήταν κλειστό. Τι περίμενε να αλλάξει; Ήξερε ότι το τηλέφωνο ήταν κλειστό. Προφανώς θα είχαν καλέσει και εκείνοι για να το διαπιστώσουν αλλά εκείνη ήθελε να καλέσει. Ο Ράιαν επέστρεψε στο γραφείο τους μετά από ένα τέταρτο.
«Λοιπόν;» Τον ρώτησε και έκλεισε την σελίδα που είχε ανοιχτή στον υπολογιστή της.
«Ιζαμπέλα» είπε μόνο και την κοίταξε.
«Σπάνια με λες με το όνομα μου... να ανησυχήσω;»
«Μεταφέρομαι... το αίτημα μου έγινε δεκτό»
Για μια στιγμή τα έχασε. Ποτε έχει κάνει αίτηση για μεταφορά; Δεν της είχε πει τίποτα.
«Κάτσε είχες κάνει αίτηση για μεταφορά;»
«Ναι... πριν έναν μήνα»
«Δεν μου το είπες»
«Δεν ήξερα αν θα γινόταν δεκτή και δεν ήθελα να σου φορτώσω και αυτό»
«Γιατί;»
«Η Ελίνα βρήκε μια πολύ καλή δουλειά και.... ξέρεις πρέπει να την ακολουθήσω»
«Κανεις αυτό που πρέπει»
«Ναι»
«Για ποσό ακόμα θα σε έχω μαζί μου;»
«Σήμερα... αύριο μετακομίζω... η Ελίνα είναι ήδη εκεί»
«Άρα εδώ λέμε αντίο»
«Νομίζω πως ναι... αλλά μην στεναχωριέσαι... έχω ακόμα το τηλέφωνο σου»
«Το ξέρω ότι το έχεις» είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Μην κλάψεις Σούαν σε ικετεύω»
«Δεν το έκανα» του είπε γελώντας.
«Έτοιμη ήσουν»
«Έλα να μαζέψουμε τα πράγματα σου» του είπε και τον βοήθησε με τις κούτες.
Και έτσι τον αποχαιρέτησε. Δεν ήξερε ποτε θα τον ξανά έβλεπε και αν αλλά ήθελε κάποια στιγμή να τον συναντήσει ξανά. Της είχε σταθεί σε όλα. Ότι και αν γινόταν εκείνος ήταν εκεί. Είχε κάνει υπερωρία μαζί της πολλά βραδια μόνο και μόνο γιατί η Ιζαμπέλα δεν ήθελε να πάει σπίτι. Έμεινε μαζί της για παρέα χωρις συγκεκριμένο λόγο. Απλά για να μην είναι μόνη της. Φεύγοντας από το αστυνομικό τμήμα το τηλέφωνο της χτύπησε.
«Έχουμε νεότερα;»ρώτησε κατευθείαν όταν σήκωσε το τηλέφωνο.
«Ναι... Ιζαμπέλα...» ξεκίνησε να λέει αλλά σταμάτησε.
«Τι Έντουαρντ;»
«Είναι αυτή»
Δεν μίλησε για λίγα δευτερόλεπτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει.
«Πως;.... πως το ξέρεις;»
«Πάνω στο το ρολόι βρέθηκαν τα αποτυπώματα της»
«Και εκείνη;»
«Κανένα στοιχείο ακόμα.... πήγαμε μέχρι το σπίτι της.... είναι κλειστό»
«Δεν είναι κανείς;»
«Κανείς... και δεν την έχει δει κανεις να μπαίνει στο σπίτι τις τελευταίες τρεις μέρες όπως σου είπα και το πρωί»
«Έγινε... θα ξανά μιλήσουμε το πρωί έχω μια δουλειά να κάνω» είπε και ενώ έκλεινε το τηλέφωνο και το έβαζε ξανά στην τσέπη της επέστρεφε στο αστυνομικό τμήμα με προορισμό το γραφείο του διοικητή της.
«Ιζαμπέλα; Νόμιζα ότι είχες φύγει»
«Πρέπει να σας μιλήσω»
«Σε ακούω» είπε και της έκανε νόημα να κάθισε ενώ την μιμήθηκε και εκείνος.
«Θέλω να κάνω αίτηση για μεταφορά»
Είπε μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα χωρίς πολλά πολλά.
«Και γιατί αυτό;»
«Απλά.... δεν έχει σημασία... θέλω να μεταφερθώ και άμεσα»
«Άμεσα δεν μπορεί να γίνει τίποτα και το ξέρεις»
«Μπορεί να γίνει.... θέλω να πάω στο Σιάτλ... η μεταφορά μου μπορεί να εγκριθεί μέσα στις επόμενες δέκα μέρες.... ο διοικητής της αστυνομίας του Σιάτλ ήταν καλός φίλος του πατέρα μου... δούλευαν μαζί... με ξέρει από παιδί... θε δεχτεί»
«Μπορώ να μάθω τον λόγο που θες να μεταφερθείς;»
«Εχω σπουδάσει στο εγκληματολογικό. Τρέχει μια υπόθεση τώρα στο Σιάτλ με την οποία θέλω να ασχοληθώ και είναι πάνω στην ειδικότητα μου... και με ζήτησε προσωπικά ο διοικητής Γκίμπσον να αναλάβω»
«Αν είναι έτσι μπορείς να περάσεις αύριο να κανεις την αίτηση σου και αν γίνει αποδεκτή μπορείς να πας»
«Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο θα γίνει τώρα... περιμένει ήδη την αίτηση μου... μόλις μιλήσαμε στο τηλέφωνο»
«Ωραία λοιπόν... θα την στείλω εγώ σήμερα»
«Ευχαριστώ.. καληνύχτα» είπε και έφυγε.
Επέστρεψε αρκετά νωρίς στο σπίτι. Ο Αντριάν δεν είχε γυρίσει ακόμα και κάτι της έλεγε ότι μετά τον καυγά που είχαν το πρωί θα αργούσε πολύ να γυρίσει. Έφταιξε κάτι να φάει στα γρήγορα και έπεσε να κοιμηθεί.

Do You Believe In Truth? Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα