Πάντα ξαναποδίζ'...

375 10 6
                                    

Ό,τι αγαπώ, γεννιέται αδιάκοπα.
Ό,τι αγαπώ, βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
~ Ο. Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος, III

~~~

Ξύπνησε απότομα ο Θέμης. Το προηγούμενο βράδυ είχε βυθιστεί σ' έναν ύπνο βαθύ κι ανονείρευτο, ίδιο λήθαργο, ταραγμένος ακόμη από την τρέλα που αποτόλμησαν με τον Παναγιώτη και τον Κώστα. Δεν τη μετάνιωνε, σε καμία περίπτωση. Αν ο έξω από 'δω δεν είχε σπάσει το ποδάρι του και δεν είχαν βγει οι χωροφύλακες με το που άκουσαν τους πρώτους πυροβολισμούς, δεν θα την είχε γλυτώσει ο Οσμάν. Μια σφαίρα ακόμη και θα τον αποτελείωνε. Η πρώτη του αστόχησε, θες από την ένταση, θες από την πίσσα το σκοτάδι που δεν το έσπαγε ούτε μια αμυδρή ριπή σεληνόφωτος. Αστόχησε, τον πήρε ξώφαλτσα δίπλα στο μάτι και τον άφησε να σκούζει σαν γουρουνόπουλο, παλεύοντας να σταματήσει το αίμα που ανέβλυζε από την ανοιχτή του πληγή. Αναστέναξε και ξαναέκλεισε τα μάτια. Χρειαζόταν άλλου είδους δύναμη τώρα. Το σκοτάδι της προηγούμενης νύχτας μπορεί να ήταν σύμμαχός τους και να τους έκρυψε καλά από τον αντίπαλο που, σε συνταίριασμα με το πιοτό, δεν ήταν σε θέση να τους αναγνωρίσει εύκολα. Ο Οσμάν είχε πολλούς εχθρούς. Ο μεγαλύτερος όμως απ' αυτούς άκουγε στο όνομα Θεμιστοκλής Παυλίδης και το παλικάρι γνώριζε πολύ καλά ότι θα αποτελούσε τον πρώτο στόχο του αδίστακτου Τούρκου.

Το φως του ήλιου έλουζε χωρίς τσιγκουνιά τη συζυγική κάμαρη και γύρισε προς το μέρος της Βασιλικής, για να τη δει να κάθεται ήδη στην άκρη του κρεβατιού και να δένει αργά το κεφαλομάντηλό της, με κινήσεις μηχανικές, που υποδείκνυαν ότι κάθε άλλο παρά στο δέσιμό του είχε στραμμένο τον νου της. Σηκώθηκε κουρασμένα, τέντωσε τα μουδιασμένα μέλη του, την κόντεψε και στάθηκε πλάι της μα εκείνη, βυθισμένη θαρρείς στις σκέψεις της, δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Πέρασε τα ακροδάχτυλά του από μια καστανή αφέλεια που έπεφτε δίπλα στο μάτι της κυματιστή και πίεσε τον εαυτό του να της χαμογελάσει. Το θαλασσί βλέμμα σηκώθηκε επάνω του όλο έγνοια και για λίγο τον παρατηρούσε αμίλητη. Έπεσε βαρύς δίπλα της και πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της.

«Πως κοιμήθηκες;»  ρώτησε βλέποντας το βλέμμα της κομμένο κι εκείνη ξέλυσε με μια απότομη κίνηση το μαντήλι που εκείνο το πρωί δεν έλεγε να στερεωθεί στο κεφάλι της σωστά.

«Δύσκολα, όπως κι εσύ», του 'πε κοιτάζοντας ίσια μπροστά της και παίζοντας ασυναίσθητα το μπορντό κομμάτι ύφασμα στα δάχτυλά της. Ένιωσε ο Θέμης τη νευρικότητά της κι ακούμπησε το άλλο του χέρι απαλά πάνω στη φουσκωμένη της κοιλιά. Ένιωθε την ανησυχία της, και μπορούσε να τη δικαιολογήσει. Αν ήταν κι οι δύο νεκροί, δε θα υπήρχε λόγος ανησυχίας. Όλα έγιναν στο σκοτάδι, δεν τους είχε δει ψυχή. Τώρα όμως... Αν ο Οσμάν είχε προλάβει μέσα στην αναμπουμπούλα να τους αναγνωρίσει, τα πράγματα μπορούσαν να γίνουν πολύ σοβαρά. «Δε βοηθά και το μικρό.» αχνογέλασε η Βασιλική κι ακούμπησε την παλάμη της πάνω στην τραχιά δική του. «Εβάρυνεν πολλά και δυσκολεύει με.»  παραπονέθηκε ανασηκώνοντας σιγανά τον κορμό της κι ο Θέμης πέρασε τα δάχτυλά του από το μάγουλό της.

3. Πάντα κλώσκεταιWhere stories live. Discover now