14ο Κεφάλαιο

1.2K 81 13
                                    

Λυ:Ναι πρέπει να μάθεις να πολεμάς και να χρησιμοποιείς ως πολεμικό όπλο τα πάντα ακόμα και την φύση.
Αχ:Ωραία όποτε πάμε?
Λυ:Παμε.

Η Λυδία και Αχιλλέας βγήκανε έξω από το σπίτι και πηγαίνανε μέσα στο δάσος, από το παράθυρο του σπιτιού τους κοίταζε η Μπερτα και ήταν θυμωμένη δεν ήθελες η Λυδία να είναι κοντά με τον Αχιλλέα γιατί δεν ήταν χαζή είχε καταλάβει ότι αυτός την θέλει ακόμα κι αν δεν το είχε καταλάβει ακόμα ο ίδιος το είχε καταλάβει από τον τρόπο που την κοίταζε και της μιλούσε, τον ήθελε μόνο για εκείνη κι ας πέρασε μαζί του μόνο ένα βράδυ τον ήθελε και δεν ήθελε να τον έχει καμία άλλη εκτός από αυτήν ήταν εγωίστρια και δεν ήθελε να δεχτεί ότι θα τον έχει άλλη η θα θέλει άλλην και θα έκανε τα πάντα γιανα τον έχει.

Από την άλλη η Λυδία και ο Αχιλλέας είχαν φτάσει σε ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος και άρχισαν την προπόνηση, ο Αχιλλέας έδινε μπουνιές και η Λυδία της αποφεύγει παλευανε η δύο τους αλλά η Λυδία παρατήρησε κάτι ότι ο Αχιλλέας δεν την χτυπούσε απλά αμυνοταν η Λυδία σταμάτησε και τον κοίταξε.

Λυ:Τι κάνεις Αχιλλέα? Την κοίταξε και αυτός και απάντησε.
Αχ:Τι κάνω? Προπόνηση όπως μου είπες. Η Λυδία άρχισε να νευριάζει.
Λυ:Όχι εσύ απλά κάθεσαι να προσπαθείς να μην σε βαρέσω μόνο ενώ πρέπει να χτυπήσεις.
Αχ:Δεν θέλω να σε χτυπήσω.
Λυ:Αχιλλέα νομίζω ότι αυτό το είχαμε συζητήσει την πρώτη φορά που κάναμε προπόνηση, και τι σε είχα πει? Πώς πρέπει να χτυπάς και όχι μόνο να αμυνεσε ο ξάδερφος σου δεν θα σε σταματήσει να σου πει "ειι Αχιλλέα χτυπάμε" είπε με μια και καλά αγοραστική φωνή.

Αχ:Κατάλαβα εντάξει πάμε πάλι.
Λυ:Ωραία πάμε.

Άρχισαν πάλι την μάχη τους και αυτήν την φορά όταν η Λυδία πήγε να τον κλοτσισει από τα πλάγια της έπιασε το πόδι και την έριξε κάτω και αυτός από πάνω της, την κοίταξε και τον κοίταξε στα μάτια βαριανασεναν και η δύο, ο Αχιλλέας ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει πολύ δυνατά  λες και ήθελε να βγει από το σώμα του την κοιτούσε και απλά το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό ήταν το ποσό όμορφη ήταν και το ποσό θα ηθελε να την φιλήσει, η Λυδία είχε μείνει να κοιτάζει τα μάτια του ένιωθε περίεργα μαζί του και γενικά όταν ήταν στον ίδιο χώρο και όταν ήταν κοντά ο ένας με τον άλλον όπως σήμερα ένιωθε κάτι πρωτόγνωρο για αυτήν κάτι που δεν είχε ξανά νιώσει με άλλον, αλλά ήξερε πως αυτο δεν γίνεται πως δεν γίνεται να είναι μαζί του αυτός ήταν μικρότερος της θα ηθελε αλλά από την ζωή του κι ας ήταν μόνο 2 χρόνια διαφοράς.

Έτσι όπως καθόντουσαν και με αυτές της σκέψεις η Λυδία σαν να συνήλθε τον έσπρωξε από πάνω την τον γύρισε από την άλλη και ήταν αυτή από πάνω του.

Λυ:Δεν πρέπει να αφαιρισε Αχιλλέα πρέπει να έχεις το πλεονέκτημα εσύ και όχι ο αντίπαλος σου.
Σηκώθηκε από πάνω του και ο Αχιλλέας ξεφισιξε.
Αχ:Το έπιασα, τώρα τι θα κάνουμε?

Η Λυδία πλησίασε τον σάκο που είχαν πάρει μαζί τους και έβγαλε ένα μαντίλι και του το έδωσε.

Αχ:Τώρα με αυτό υποτίθεται ότι θα τον νικήσω?  Της έδειξε το μαντίλι και γέλασε.
Λυ:Όχι με αυτό θα δεσεις τα μάτια σου. Του χαμογέλασε ειρωνικά και ο Αχιλλέας είχε μια έκφραση εκπλήξεις.

Αχ:Μα δεν θα βλέπω τίποτα.
Λυ:That is a point, ο αγαπητός σου θειος έτσι έχει νικήσει μια μάχη, έβλεπε πως δεν μπορούσε να νικήσει αλλιώς τον αντίπαλο του και τον τύφλωσε και του επιτέθηκε με ένα μαχαίρι.
Η Λυδία στην ανάμνηση αυτή έσφιξε της μπουνιές της και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της έγιναν Ποιο σκληρά κάτι που δεν έμεινε απαρατήρητο από τον Αχιλλέα αλλά είπε να μην το σχολιάσει.

Ο Αχιλλέας έδεσε τα μάτια του καλά και δεν έβλεπα τίποτα πέρα από σκοτάδι, άκουγε βήματα αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει μέχρι που του ήρθε ένα χτύπημα μετά άλλο ένα μετά άλλο ένα.

Λυ:Συγκεντρώσου Αχιλλέα άκου τα βήματα, βρες που είμαι μπορεί να μην βλέπεις αλλά ακούς.  Ο Αχιλλέας συγκεντρώθηκε και μπορούσε να ακούσει τα βήματα της, η Λυδία έκανε πολλούς γύρο του και ήταν έρημη να ξανά χτυπήσει με το ξύλο αλλά όταν το έκανε ο Αχιλλέας το έπιασε και την έριξε ξανά κάτω, έβγαλε το μαντίλι και την κοίταξε το ίδιο και αυτή.

Λυ:Τα πήγες αρκετά καλά μπορώ να πω. Του χαμογέλασε και σηκώθηκε.
Λυ:Αρκετά για σήμερα πάμε σπίτι.
Άρχισαν να μαζέψουν τα πράγματα τους και πήραν τον δρόμο της επιστροφής ο Αχιλλέας ήθελε να την ρωτήσει γιατί αντέδρασε έτσι όταν ανάφερε ότι ο θείος του σκωτοσε έναν αντίπαλο του τυφλωνοντας τον.

Αχ:Λυδία μπορείς να μου πεις γιατί αντέδρασες έτσι ήταν μου είπες πως ο θείος μου σκωτοσε έναν αντρα τυφλωνοντας τον?
Η Λυδία που ήταν λίγο Ποιο μπροστά σταμάτησε γύρισε και τον κοίταξε από από τον ώμο της και του απάντησε.
Λυ:Γιατί αυτός ο άντρας ήταν ο πατέρας μου.
Ο Αχιλλέας έμεινε στήλη άλατος να την κοιτάζει άφωνος, μπορεί να ήξερε ότι ο θείος του σκωτοσε τους γονείς της αλλά δεν έμαθε ποτέ πως το έκανε και με ποιον τρόπο και ποτέ δεν είχε ρωτήσει.

Ο ΚληρονόμοςWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu