Κεφαλαιο 96

1.5K 150 13
                                    

Ο Αλεξανδράκης τις πλησίαζε με αστρονομική ταχύτητα. Έτσι ένιωσε η Αννα. Στα δευτερολεπτα που απέμεναν ώσπου να ερθει στο τραπέζι τους η Αννα ήθελε να κινηθεί με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα, να βάλει - αν γινόταν- έναν ανακριτικό φακό μπροστά στο πρόσωπο της Ζωής και να της πει με φωνή μαφιόζου: «Ξέρασε τα πάντα, εδώ και τώρα! Τι έγινε χθες βραδυ; Τι λέγατε όταν ξεμοναχιαστήκατε;»  Ίσως της έδινε και ένα χαστούκι, που θα έπεφτε δυνατά στο υπεροχο, τέλεια βαμμένο προσωπικό της με εκείνο το  τροπο που είχε δει στον Νονό. Αν και η σκέψη της έφερε στιγμιαία ικανοποίηση, ταυτοχρονα τρόμαξε την Αννα. Είχε αρχίσει να αλλοιώνεται ως προσωπικότητα, είχε αρχίσει να βγάζει στην επιφάνεια βίαια συναισθήματα,  είχε αρχίσει να γίνεται καχυποπτη. Ο διάολος ο Αλεξανδράκης έφταιγε! Αλλά και η Ζωή είχε φυσικά κουνήσει το δακτυλάκι της. Και το κωλαράκι της, αναμφίβολα.

« Αννα, σε ψάχνει η Ελισσαβετ. Σε ζητάει ο μικρός. Σε πηρε λέει 6 φορες και δεν απαντας...» είπε ο Αλεξανδράκης καπως ανήσυχος, μην ξεχνώντας ωστόσο να ριξει ένα γλυκο « καλημέρα» στη Ζωή.

Η Αννα τσέκαρε το κινητό της. Πράγματι η Ελισσαβετ την είχε καλέσει. 4 φορες. Όχι 6...

« Κατά λάθος το κινητό μου ήταν σε λειτοργια πτήσης» είπε η Αννα και ανασηκωθηκε. « Παω αμεσως στον μικρό!»

« Θα έρθω μαζί σου» είπε ο Αλεξανδράκης.

Η Ζωη είπε ευχάριστα: « Εγω θα σας περιμενω καταναλώνοντας πρωινές θερμίδες»

Νέο  χαμογελο του Αλεξανδρακη... Γεμάτο ευχαρίστηση, γεμάτο καμάρι. Η Αννα ήθελε να ξεχασει τους καλους της τροπους και να του πει απλά και λαϊκά : Βρε, φιλε, κρατήσου! Σου τρεχουν τα σάλια...Αλλά φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. 

Βγήκανε στην αυλή. Το κρυο ήταν τσουχτερό και ο παγωμένος αέρας μαστίγωνε τις κρεμασμενες ονειροπαγίδες, προκαλώντας ήχους άγρια μελωδικούς. 

« Γιατί είσαι εκνευρισμένη;» τη ρωτησε ο Αλεξανδράκης.

« Αγχωμένη είμαι» απαντησε εκείνη. « Η Ελισσαβετ δεν είναι αυτο που λεμε εύκολος ανθρωπος και δεν ξέρω τι θα αντιμετωπίσω...» είπε και την επόμενη στιγμή είχε μετανιωσει για το άνοιγμα της.

« Δεν έχεις αδικο» είπε εκείνος χαλαρά. « Πάντως νομίζω πως σε απασχολεί και κάτι αλλο..»

Ναι, τα νυχτοπερπατήματα με τη Ζωή, παλιοΙούδα, σκεφτηκε η Αννα.

Μπήκαν στο κτίριο. « Μου λειψες χθες» της είπε καθώς της άνοιγε την πόρτα. 

« Πως ορίζεται το μου λειψες;» ρωτησε η Αννα, εντυπωσιάζοντας τον ίδιο της τον εαυτό.

« Να σου πω ακριβως» είπε εκείνος και την στρίμωξε έντεχνα στον ταπετσαρισμενο τοίχο. Τη φίλησε στον λοβό του αριστερού της αυτιού. « Ήθελα να σου κάνω αυτό...» Μετά της έπιασε δυνατα το στήθος πάνω από το πουλοβερ της. « Επισης ήθελα να σου κάνω αυτό». Δευτερολεπτα μετά της έπιανε με τα δυο χερια τους γλουτούς: « Και να καταλήξω εδώ ακριβως, χωρίς όμως το τζην σου ανάμεσα μας»

« Τη βρίσκεις με το δούλεμα, ε;» είπε η Αννα με αγνώριστη φωνη. Πως τολμούσε ο τυπος να απλώνει τα ξερά του, σαν η ιδια να ήταν παιχνιδι του; Βεβαια, αυτο του είχε δείξει η μέχρι τώρα συμπεριφορά της. Πως ήταν μονίμως διαθέσιμη, μονίμως απίκο στις επιθέσεις του, έτοιμη για κάθε είδους κολπάκι λαγνείας, σαν σκυλίτσα σε οιστρο.

Ήθελε παλι να ριξει χαστούκι. Στο δικό του πρόσωπο αυτή τη φορά. Ένα βαρύ χαστούκι. Και ένα δεύτερο και ένα τριτο.

« Μάζεψε τα χερια σου από πάνω μου» είπε αργά, και στα αληθεια ακούστηκε βραχνή σαν πρωτοπαλίκαρο του Νονού.

Εκείνος την κοίταξε ξαφνιασμένος. Τα φρύδια του ανασηκωθηκαν δύσπιστα.

« Αργεις...» είπε παλι εκείνη.

Τοτε ακουστηκε η φωνή της Ελισσαβετ - το γνωστό, φρικτό, εφιαλτικό της κρωξιμο, που θύμιζε βραχνιασμενη γαλοπούλα: « Πράγματι, αργεις, Γιάννη να μαζέψεις τα χεράκια σου από τον πισινό της νοσοκόμας. Και κυρίως αργεί εκείνη να κάνει τη δουλεια της... Περιμενω δυο ωρες να μας καταδειχτεί. Νόμιζα πως ήταν νοσοκόμα , δεν ήξερα πως ήταν γιατρός του αντρικού πόθου, Χαχα» Γέλασε με το ταπεινωτικό αστειο της. « Δεν ντρέπεσαι κοτζάμ αντρας να στριμώχνεσαι στις γωνιές πρωινιάτικα;» του είπε με απαξίωση και παραδόξως ο Αλεξανδράκης κατέβασε το κεφάλι σαν να ήταν νήπιο που το μάλωνε η δικαίως φουρκισμενη δασκαλα. 

Μετά απευθύνθηκε στην Αννα. « Αν έχεις τελειωσει με τα σαλιαρίσματα, δες το παιδι μου. Νιώθει καλυτερα  και θέλει να βγει από το δωμάτιο...» είπε και άνοιξε την πόρτα διάπλατα ώστε να περασει η Αννα.

Κατά περιεργο τροπο, η Αννα ένιωσε πως η Ελισσαβετ είχε τα δίκια της. Τέτοια εικόνα είχε δώσει, τέτοια της σουρνανε...  Μπήκε αμίλητη και μαζεμένη στο δωμάτιο του παιδιού, ενώ ο Αλεξανδράκης σε μια ένδειξη αντρικής ευθιξίας, έκανε μεταβολή και βγήκε από το κτίριο. Η Αννα δεν ηξερε τι από τα δυο τον είχε πιο πολύ πειράξει. Η κατσαδα της Ελισσαβετ ή η δική της απορριψη... Κάτι της έλεγε πως αν αυτός ο αντρας θύμωνε, οι επιπτώσεις πάνω της  θα ήταν η ηχηρές και δεόντως δυναμικές. Αλλά πρώτη φορά η Αννα ήταν αποφασισμένη να εξερευνήσει τα όρια της ανοχής του, του θυμού  του και της αντοχής του. 

Και αυτο την έκανε να νιωσει ξαφνικά γυναίκα.

Μη φεύγεις, αγάπη μου...Where stories live. Discover now