1 και μοναδικό.

211 47 45
                                    

Η Μαριτίνα ήπιε την τελευταία γουλιά από το ποτό της πριν σηκωθεί.

" Θες να σε πάω εγώ;" προσφέρθηκε η ξαδέρφη της η Έλενα.

" Όχι, είναι πολύ έξω από το δρόμο σου."

" Αν θες μπορώ και εγώ." πετάχτηκε ο Νίκος.

" Όχι, όχι, εντάξει. Δεν είναι μακριά."

" Ναι, αλλά είναι αργά. Σκοτεινά."

" Μην ανησυχείς, θα είμαι εντάξει." διαβεβαίωσε το φίλο της. "Είναι μόνο τέσσερα τετράγωνα μακριά."

" Ό,τι νομίζεις. Πάντως, εγώ προσφέρθηκα." απαντά ο Νίκος.

Οι τρεις φίλοι καληνυχτίζονται και τραβούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η Μαριτίνα περπατάει στο πεζοδρόμιο, κοιτώντας αν η ξαδέρφη της έφτασε ασφαλής στο αυτοκίνητό της. Ύστερα γυρίζει να δει το φίλο της να περπατάει προς ένα ταξί, μιας και το σπίτι του είναι μακριά. Αφού σιγουρεύεται και για τους δύο, γυρνάει το βλέμμα της μπροστά, χαζεύοντας τον κόσμο στα μπαράκια που είναι ανοιχτά.

Η ώρα είναι περασμένες δύο, μια φυσιολογική ώρα για να γυρίσει σπίτι της μετά τη νυχτερινή διασκέδαση.

Στρίβει δεξιά και απομακρύνεται από το κέντρο. Τα φώτα σιγά σιγά λιγοστεύουν και απομένουν μόνο αυτά του δρόμου.

Περνάνε μερικά αμάξια, μα αυτό αλλάζει όταν συνεχίζει το δρόμο της και απομακρύνεται περισσότερο από τα μέρη με τη βραδινή ζωή.

Μπαίνει σε μια ήσυχη γειτονιά, από την οποία περνάει κάθε μέρα. Κοιτάζει γύρω της προσεκτικά, αν και γνωρίζει ήδη την κάθε της λεπτομέρεια.

Στο βάθος του δρόμου βλέπει δυο άντρες. Σφίγγεται από φόβο, όμως δεν έχει λόγο να το κάνει. "Απλά οδεύουν προς το κέντρο", προσπαθεί να πει στον εαυτό της.

Ο φόβος της αυξάνεται όταν παρατηρεί ότι οι δυο άντρες ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Βγάζει διακριτικά το κινητό της, όμως ποιόν να καλέσει; Δεν χρειάζεται κανέναν, αυτοί οι άντρες σίγουρα δεν έχουν την προσοχή τους πάνω της.

Σηκώνει το βλέμμα για να το επιβεβαιώσει, όμως πετυχαίνει το αντίθετο. Οι δυο άντρες την κοιτούν επίμονα, και ο ένας δαγκώνει το χείλος του. Τους πλησιάζει όλο και πιο πολύ.

Ξάφνου καταλαβαίνει. Βάζει το κινητό στην τσέπη της και αφήνει τα χέρια της ελεύθερα, γνωρίζοντας τι πρέπει να κάνει.

Οι άντρες την πλησιάζουν περισσότερο, και τότε ξεκινούν να τρέχουν κατά πάνω της.

Πανικόβλητη, σηκώνει τα χέρια της, και ξεκινάει να τα κινεί. Ξέρει καλά τι κάνει, και ας είναι ανεπίτρεπτο να δείξει τις υπερδυνάμεις της.

Κουνάει το αριστερό της χέρι προς τα αριστερά, πετώντας τον άντρα σε ένα αυτοκίνητο. Εκείνος χτυπάει στα τζάμια, τα οποία, όπως ήταν αναπόφευκτο, σπάνε, και πέφτει αναίσθητος.

Ύστερα με το δεξί της χέρι κουνάει τον άλλο μαυροφορεμένο άντρα και τον χτυπάει στα κάγκελα ενός σπιτιού επανειλημμένα. Τον απομακρύνει, τον πετάει πάνω, τον απομακρύνει, τον πετάει πάνω ξανά, τόση είναι η οργή της για τέτοιου είδους ανθρώπους.

Μα δεν σταματάει, όχι. Δεν σταματάει ακόμα και όταν ο άντρας αναισθητοποιείται. Τον πετάει ξανά στα κάγκελα, και τότε γεμίζουν με αίμα, όπως και ο δρόμος.

Η εικόνα όμως μπερδεύεται με κάποια διαφορετικά αίματα, αυτά που αντίκρισε στο νοσοκομείο αργότερα, να τρέχουν από μέσα της.

Ξυπνάει και ουρλιάζει. Η κραυγή της όμως δεν είναι για το όνειρο. Οι κραυγές τις πληθαίνουν, και αυτό επειδή θυμάται τι έγινε πραγματικά.

Θυμάται τους δυο άντρες να την πιάνουν, να την βάζουν σε ένα αμάξι, και ύστερα να την πηγαίνουν σε ένα ακόμα πιο σκοτεινό μέρος. Θυμάται την αίσθηση των χεριών τους πάνω της από όταν της έδεναν τα χέρια, από όταν την έγδυναν, και από τη συνέχεια, όταν της έκαναν αυτά τα φρικτά πράγματα.

Η μητέρα της μπαίνει τρέχοντας στο δωμάτιο, ανοίγει το φως και την αγκαλιάζει. Η Μαριτίνα μυρίζει το ύφασμα της πιτζάμας της, το αχνό άρωμά της, και προσπαθεί να ηρεμήσει.

Μάταια. Θυμάται τον πόνο που ένιωθε, θυμάται το απάνθρωπο γέλιο τους, θυμάται το αίμα που έτρεχε από μέσα της και τους έκανε να σταματήσουν. Θυμάται που την έβαλαν ξανά στο αμάξι, θυμάται που την παράτησαν ανήμπορη σε ένα δρομάκι μέχρι να τη βρουν κάποιοι φοιτητές και να καλέσουν ασθενοφόρο.

Η μητέρα της νιώθει τους σπασμούς της Μαριτίνας, νιώθει την ανάσα της να χάνεται, και την αφήνει από την αγκαλιά της. Βγαίνει από το δωμάτιο και τρέχει στο μπάνιο. Εκεί βρίσκει μια ένεση, και ύστερα επιτρέφει στο δωμάτιο της κόρης της.

Εκείνη δεν αντιστέκεται, αντιθέτως την παρακαλάει να της την κάνει και να το σταματήσει.

Η μητέρα της με τη γνωστή πλέον διαδικασία της κάνει την ένεση, ύστερα την πετάει στον κάδο και σπεύδει να επιστρέψει στην αγκαλιά της δεκαεφτάχρονης Μαριτίνας. Νιώθει τα δάκρυά της να μουσκεύουν την πιτζάμα της, και ακούει του σιγανούς ψίθυρους της, όταν η κόρη της της ζητάει να τους βρει, να βρει όλους τους ομοίους τους και να μην τους αφήσει ποτέ να ξανακυκλοφορήσουν ελεύθεροι στους δρόμους, να μην επαναληφθεί ποτέ το κακό.

Ύστερα, το σώμα της χαλαρώνει, οι σπασμοί της σταματούν, οι ανάσες της συγχρονίζονται. Η Μαριτίνα, πριν βυθιστεί σε ένα βαρύ ύπνο, ψιθυρίζει στο αυτί της μητέρας της, "μακάρι να είχα υπερδυνάμεις."

🎉 You've finished reading Superpowers ✔ 🎉
Superpowers ✔Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα