ΕΠΙΛΟΓΟΣ

1.9K 233 31
                                    

Η Αυγή μπήκε στο διαμέρισμά της και άναψε το φως. Πέταξε την τσάντα της στον καναπέ του σαλονιού και προχώρησε στην κουζίνα για να βάλει ένα παγωμένο ποτήρι με νερό. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από την μέρα που επέστρεψε από την Γαία και είχε καταφέρει και πάλι να βάλει την ζωή της σε μια σειρά . Είχε βρει καινούρια δουλειά σε μια εταιρία κοντά στο σπίτι της και άρχισε να ζει όπως και πριν. Αυτή την φορά όμως οι σκιές που την κυνηγούσαν είχαν χαθεί. Δεν έβλεπε τίποτα περίεργο και οι δυνάμεις της είχαν χαθεί. Είχε γίνει μια απλή γυναίκα.

 Τις πρώτες μέρες της στην Γη έκλαιγε συνέχεια και πονούσε όταν σκεφτόταν τον Αλέξη. Συνειδητοποίησε οτι το φίλτρο είχε εξαφανιστεί όπως και οι δυνάμεις της όταν πέρασε από την πύλη. Αυτοί που την βρήκαν πίστευαν οτι είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει και έτσι το νοσοκομείο της έστειλε ψυχολόγο.

Η Αυγή έφυγε κρυφά από το νοσοκομείο το ίδιο βράδυ και πήγε πίσω στο ποτάμι. Έπεσε στα νερά αλλά δεν έγινε τίποτα. Η πύλη είχε κλείσει. Το επόμενο διάστημα πήγαινε στο σημείο κάθε φορά που είχε ευκαιρία και μερικές φορές δοκίμασε να πηδήξει και πάλι στα νερά του αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.

Στο τέλος σταμάτησε να δοκιμάζει και στεκόταν στην κοίτη με τα μάτια γεμάτα δάκρυα να κοιτάζει τα νερά.

Η Αυγή αφού πλύθηκε και άλλαξε τα ρούχα της πήγε στην κουζίνα και έβγαλε από το ψυγείο την  πίτσα που είχε περισσέψει από την προηγούμενη μέρα. Αναστέναξε και με το κουτί στο χέρι πήγε στο σαλόνι και κάθισε στον καναπέ αφού άνοιξε την τηλεόραση. Στις ειδήσεις κάποιοι επιστήμονες συζητούσαν για ένα φαινόμενο που θα συνέβαινε τις επόμενες ώρες και θα ήταν η τελευταία φορά για τα επόμενα εκατό χρόνια.  Η πίτσα έμεινε μετέωρη μπροστά στο στόμα της αφού πάγωσε στο άκουσμα των νέων. Πέταξε το κομμάτι της πίτσας και πήρε το τάμπλετ. Άρχισε να ψάχνει με μανία τα νέα για να βρει λεπτομέρειες για το φαινόμενο που έλεγαν οι επιστήμονες.

Ανακάλυψε ένα άρθρο που μιλούσε με πολλές λεπτομέρειες για το φαινόμενο που θα τελείωνε σε λίγη ώρα. Πετάχτηκε επάνω και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα και ντύθηκε βιαστικά.

Έφτασε στην κοίτη του ποταμού και πήγε δίπλα  στα σκοτεινά νερά.  Καθώς εκείνη πλησίαζε στην άκρη του ποταμού, άκουγε το μουρμουρητό του νερού και κάποια κρωξίματα νυκτόβιων πουλιών . Πάνω από το κεφάλι της μια μεγάλη πανσέληνος φώτιζε τον ουρανό. Κοίταξε το ρολόι της. Σε λίγο θα εξαφανιζόταν η πιθανόν τελευταία ευκαιρία της να δει τον Αλέξη και να του πει οτι ποτε δεν είχε σταματήσει να έχει αισθήματα για εκείνον. Η απογοήτευση και η απελπισία στο πρόσωπό του όταν του είπε οτι δεν είχε αισθήματα για εκείνον στοίχειωναν τα όνειρά της και την έκαναν να πετάγεται στον ύπνο της. Ήθελε να γυρίσει κοντά του. Ήξερε οτι εκείνος την προστάτευε. Το είχε δει όταν έβαλε το σώμα του μπροστά στους λύκους για να την καλύψει όταν εκείνη έφευγε, όπως είχε κάνει κάποτε και η μητέρα της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Τώρα που τα σκεφτόταν όλα ψύχραιμα και από απόσταση μπορούσε να καταλάβει οτι εκείνος δεν είχε σταματήσει ποτέ να την προσέχει. Για όλα έφταιγαν οι σχεδιασμοί του Νέστορα και του Κωνσταντίνου.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα