Κεφάλαιο 66

1K 161 8
                                    

Η Αυγή πέρασε από την πύλη στα τείχη χωρίς να την εμποδίσει κανείς. Το μαύρο άλογο με την γυαλιστερή τρίχα κάλπαζε κάτω από τον ήλιο που πότε εμφανιζόταν και πότε κρυβόταν μέσα στα σύννεφα.

Η καρδιά της ήταν άδεια όμως το πρόσωπο του Αλέξη την ακολουθούσε. Το χάπι είχε μουδιάσει τα αισθήματά της αλλά το μυαλό της τον κουβαλούσε μαζί της. Όταν έφτασε κάτω από το ιερό βουνό που βρισκόταν η σπηλιά της Ορόρα αποφάσισε να κάνει μια στάση για να πάει να χαιρετήσει μια τελευταία φορά την γιαγιά της. Δεν ήξερε πότε και αν θα μπορούσε ξανά να γυρίσει σε εκείνο το μέρος.

Άφησε το άλογο δεμένο σε ένα δέντρο και πήρε το μονοπάτι που θα την οδηγούσε στην σπηλιά. Ο ήλιος κρύφτηκε από τα σύννεφα που άρχισαν να πυκνώνουν καθώς εκείνη άρχισε να σκαρφαλώνει στα βράχια για να βρει το κρυμμένο μονοπάτι.


Ο Αλέξης παρακολούθησε το άλογο της  Αυγής να απομακρύνεται καλπάζοντας και αισθάνθηκε φόβο. Φόβο οτι εκείνη δεν θα του επέτρεπε να την ξαναδεί. Δεν έπρεπε να την αφήσει να φύγει έτσι από κοντά του. Έτρεξε στους στάβλους και έβγαλε το άλογό του.Τα γεμάτα πίκρα λόγια της γυρνούσαν συνέχεια στο μυαλό του. Ήταν πραγματικά ο πατέρας του υπεύθυνος για όσα είχαν συμβεί σε εκείνη και την μητέρα της; Έπρεπε να της μιλήσει. Ακόμη και αν εκείνη τον σκότωνε θα έπρεπε να της εξηγήσει οτι εκείνος δεν της είχε πει ποτέ ψέματα.

Ήξερε όμως οτι με τις  πράξεις και τα λόγια του αδερφού του η ιστορία του παρελθόντος γεμάτη ψέματα και εξαπατήσεις, σύμφωνα με αυτά που είπε εκείνη, φαινόταν να επαναλαμβάνεται με την ίδια πρωταγωνίστρια αυτή την φορά. Όλα τα ψέματα του Κωνσταντίνου την έκαναν να πιστεύει οτι και εκείνος ήταν μέρος του σχεδίου του. Πίεσε τα πόδια στα πλευρά του αλόγου του που άρχισε να καλπάζει.

Δεν άργησε να την εντοπίσει στον ορίζοντα. Διαπίστωσε οτι οι ικανότητες της στην ιππασία είχαν βελτιωθεί πολύ. Μπορούσε να χειρίζεται το άλογο που έτρεχε τόσο γρήγορα με αυτοπεποίθηση. Ο Αλέξης την παρακολουθούσε να ιππεύει με το λυγερό κορμί της να κινείται στον ρυθμό του αλόγου ενώ τα μακριά μαλλιά της ανέμιζαν.

Όταν την είδε να κόβει ταχύτητα έκανε και εκείνος το ίδιο. Είχαν φτάσει στο βουνό που βρισκόταν η σπηλιά της Ορόρα. Την είδε να σταματάει το άλογό της και να πηδάει κάτω. Ο Αλέξης έκανε και εκείνος το ίδιο.

Όταν εκείνη άρχισε να σκαρφαλώνει στα βράχια, την ακολούθησε.


Η Αυγή βρήκε το μονοπάτι. Λίγο πριν αρχίσουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής μπήκε στην σπηλιά που ζούσε για χρόνια με την γιαγιά της. Μπορούσε να αισθανθεί μια περίεργη ενέργεια μέσα στον χώρο. Άραγε ήταν ότι απέμεινε από την γιαγιά της;

Πήγε στο ξύλινο κρεβάτι που βρισκόταν ακουμπισμένο στον έναν από τους τοίχους της σπηλιάς.Το έδαφος σείστηκε από έναν κεραυνό που έπεσε κάπου κοντά. Έξω ακουγόταν να πέφτει δυνατή βροχή.

Η Αυγή κοίταξε γύρω της τον χώρο. Οι αναμνήσεις την πλημμύρισαν. Αυτό ήταν το σπίτι της για αρκετό καιρό. Θυμήθηκε τα σπάνια χαμόγελα της Ορόρα και το πως εκείνη την προστάτευε ενώ προσπαθούσε να παραστήσει την σκληρή.

Κάθισε στο κρεβάτι με τα κρύα από την υγρασία σκεπάσματα και ακούμπησε πίσω στον σκληρό παγωμένο τοίχο της σπηλιάς και θυμήθηκε την τελευταία μέρα που έζησε με την γιαγιά της. Είχαν κατεβεί οι δυο τους δίπλα στο ποτάμι να μαζέψουν βότανα που θα χρησιμοποιούσε η Ορόρα για τα φάρμακα που έκανε. Εκείνες τις μέρες οι γιαγιά της δεν αισθανόταν καλά. Την απασχολούσε κάτι αλλά δεν της είχε πει τι ήταν. Έδειχνε αφηρημένη.

Όταν ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκαν στρατιώτες, η Ορόρα έβγαλε μια σκόνη και την έριξε προς το μέρος τους δημιουργώντας ένα αδιαφανές σύννεφο, ενώ ταυτόχρονα έπιασε εκείνη από το χέρι και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι στρατιώτες όμως έδειχναν να βρίσκονται παντού μέσα στο δάσος. 

Ενώ κρυβόταν πίσω από έναν χοντρό κορμό που βρισκόταν δίπλα στον καταρράκτη του ποταμού, η Ορόρα την γύρισε προς το μέρος της και είπε με ένταση: " Για να σωθείς πρέπει να βουτήξεις στο ποτάμι. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να σώσεις την ζωή σου."

"Δεν σε αφήνω μόνη σου. Τι θα γίνει αν σε πιάσουν οι στρατιώτες;" Ρώτησε η Αυγή με αγωνία.

"Μην ανησυχείς για εμένα . Οι στρατιώτες ψάχνουν εσένα. Εμένα δεν θα μου κάνουν τίποτα αλλά εσένα..."

Φωνές αντρών άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο κοντά. Ξαφνικά η Ορόρα έπιασε τους ώμους της Αυγής την κοίταξε με ένταση και είπε: " Φύγε και μην γυρίσεις ξανά εδώ. Όπου πας να ζήσεις ευτυχισμένη. Εδώ σε περιμένει μόνο πόνος και προδοσία. Να φροντίζεις τον εαυτό σου μικρή μου."

Η Αυγή δεν πρόλαβε να αντιδράσει στο δυνατό σπρώξιμο της γιαγιάς της. Βρέθηκε για λίγο στον αέρα και μετά βυθίστηκε στο νερό. Το κεφάλι της χτύπησε με δύναμη σε έναν βράχο την στιγμή που ένα έντονο φως πλημμύριζε τα πάντα γύρω της. Πριν χάσει τις αισθήσεις της αισθάνθηκε το νερό να την τράβάει στον βυθό.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα