Κεφάλαιο 62

1K 170 4
                                    

Η Αυγή βρισκόταν σε δίλημμα. Ήξερε οτι έπρεπε οπωσδήποτε να πάει για να βρει τον Αλέξη, αυτό που δεν ήξερε ηταν αν θα έπρεπε να πάει χωρίς να μιλήσει σε κανέναν ή να ενημερώσει τον Μάξιμο. Φοβόταν όμως οτι αν το έκανε εκείνος θα την εμπόδιζε να πάει πιστεύοντας οτι ήταν παγίδα του Αλέξη επειδή όμως όσο διάστημα βρισκόταν εκεί κανείς δεν είχε μιλήσει για το σώμα της μητέρας της ή τον τάφο της, αυτό που της έλεγε ο Αλέξης στο μήνυμα μπορούσε να είναι αλήθεια.

Η πόρτα της χτύπησε και μπήκε ο Μάξιμος: " Το πρωί  θα πάω στο πανδοχείο να βεβαιωθώ οτι ο Αλέξης και η συνοδεία του θα φύγουν από την πόλη. "

"Μάξιμε... " είπε εκείνη διστακτικά: " έμαθε ποτέ κανείς τι έγινε η μητέρα μου; Βρήκαν το σώμα της;"

Εκείνος την κοίταξε στα μάτια και είπε μελαγχολικά: " Ποτέ δεν βρέθηκε το σώμα της. Ο βασιλιάς Σίμος έφτιαξε ένα μνημείο για εκείνη στην αυλή του παλατιού. Στην πραγματικότητα όμως κανείς δεν ξέρει τι συνέβει."

Αυτό που της έγραφε ο Αλέξης θα πρέπει να ήταν αλήθεια. Αποφάσισε οτι θα πήγαινε να τον βρει πριν από τον Μάξιμο.

Έξω ο ήλιος έδυε όταν η Αυγή μπήκε στο δωμάτιο του πατέρα της που κείτονταν ακόμη αναίσθητος στο κρεβάτι.  Κάποιος υπηρέτης είχε ήδη ανάψει μερικά κεριά. Πλησίασε στο κρεβάτι και απλώνοντας το χέρι της έπιασε το παγωμένο δικό του.

"Μπαμπά, πρέπει να πάω να συναντήσω τον Αλέξη. Μου έστειλε μήνυμα οτι βρήκαν το σώμα της μαμάς. Φαντάζομαι οτι και εσύ θα την θέλεις  κοντά σου. Σου υπόσχομαι να κάνω ότι μπορώ για να την φέρω πίσω μαζί μου."

Έσκυψε και φίλησε το μέτωπο του Σίμου πριν βγει από το δωμάτιο.

Προχώρησε στους δρόμους της πόλης μέσα στις σκιές. Αν και δεν την ήξεραν πολλοί ακόμη αν την έβλεπε κάποιος από τους στρατιώτες ή από το προσωπικό του παλατιού θα μπορούσαν να ειδοποιήσουν τον Μάξιμο.

Μπήκε στο πανδοχείο και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του Αλέξη. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Εκείνος στεκόταν μπροστά στο σκοτεινό παράθυρο ενώ οι φλόγες των κεριών έριχναν το τρεμάμενο φως τους σε όλο το δωμάτιο και στην πλάτη του.

" Είχαμε κανένα νέο;" Νόμιζε οτι μιλούσε σε κάποιον από τους άντρες του.

"Ναι." Απάντησε εκείνη ξερά κάνοντας τον να γυρίσει ξαφνιασμένος. Μπόρεσε να διακρίνει την ελπίδα στο πρόσωπό του αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό της να χαρεί με την αντίδρασή του. Συνέχισε να τον κοιτάζει ανέκφραστη.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα