Κεφάλαιο 58

1K 171 5
                                    

Το εσωτερικό του πανδοχείου που θα διανυκτέρευαν θύμισε στην Αυγή τα έργα εποχής που έβλεπε στην τηλεόραση όσο ήταν στην γη. Κοίταζε γύρω της με ενδιαφέρον όταν άκουσε την φωνή του πατέρα της: " Αυγή, τι σκέφτεσαι να κάνεις με τα χάπια που άφησε η Ορόρα;"

Εκείνη στράφηκε στον πατέρα της σκεφτική: " Δεν ξέρω αν χρειάζεται να το πάρω. Θα το σκεφτώ."

"Η μητέρα σου έδειχνε πολύ ανήσυχη. Στην διάσταση των πνευμάτων υπάρχει γνώση για πράγματα που εμείς δεν ξέρουμε, για αυτό πρέπει να ακούμε τι έχουν να μας πουν."

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. Το χαμογελαστό πρόσωπο του Αλέξη ξεπετάχτηκε και πάλι μπροστά της. Άραγε η μητέρα της είχε δει οτι ο Αλέξης θα ήταν πηγή δυστυχίας και αιτία για τον χαμό της, όπως για εκείνη ήταν ο πατέρας του;

Ο Μάξιμος πλησίασε το τραπέζι : " Δεν φαίνεται να μας ακολουθεί κανείς. Έχω αφήσει  ανθρώπους να προσέχουν." Τα λόγια του Μάξιμου ήταν πάντα μετρημένα.

Ο Σίμος  έδειξε μια άδεια  καρέκλα και είπε: " Κάθισε Μάξιμε να ξεκουραστείς και να φας και εσύ."

Εκείνος κάθισε και ο Σίμος στράφηκε στην κόρη του: "Κουράστηκες σήμερα αλλά θα πρέπει να βιαστούμε να φτάσουμε στο βασίλειο μας, για μπορέσουμε να σε προστατεύσουμε καλύτερα. Αφού δεν κατόρθωσαν να πιάσουν τον παππού σου ο κίνδυνος συνεχίζει να υπάρχει όσο βρισκόμαστε εκτεθειμένοι."

"Μην ανησυχείς. Το ξέρω."

Μια κοπέλα πλησίασε με ένα μεγάλο δίσκο στα χέρια της που τον ακούμπησε στο τραπέζι. Καθώς  ακουμπούσε τα πιάτα ένα ένα στο τραπέζι τα φαγητά μύρισαν πολύ ωραία.


Ο Αλέξης δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλη την νύχτα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και ντύθηκε. Βγήκε από το παλάτι την στιγμή που ο ήλιος άρχισε να ανατέλει και κατευθύνθηκε στο στρατόπεδο. Την στιγμή που περνούσε κάτω από το δωμάτιο της Αυγής κοίταξε το σκοτεινό  παράθυρο. Ανησυχούσε για εκείνη. Ίσως δεν έπρεπε να την είχε φέρει πίσω. Τώρα εκείνη είχε μπει στο στόχαστρο όλων και εκείνος δεν μπορούσε να την προστατεύσει.

Από την μια ο παππούς της και τώρα και ο αδερφός του. Ο Κωνσταντίνος έμοιαζε πολύ με τον πατέρα τους. Αγαπούσε την δύναμή του και ήθελε πάντα να την μεγαλώνει με οποιοδήποτε κόστος. Η προσωπική του ζωή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και είχε αφοσιωθεί εντελώς στον ρόλο του.

Ο Αλέξης ήξερε οτι δεν αισθανόταν τίποτα για την Αυγή αλλά την ήθελε για την δύναμη που θα του έδινε και ο ίδιος παρά την θέλησή του θα έπρεπε να τον υπακούσει. Μεγαλώνοντας τους ο πατέρας τους έλεγε ξανά και ξανά οτι τα αδέλφια δεν θα έπρεπε να διαφωνήσουν ποτέ για το καλό του βασιλείου και οτι ότι διέταζε ο βασιλιάς θα έπρεπε να γίνει χωρίς δεύτερες σκέψεις. Αυτό ήταν το καθήκον του αλλά ο Αλέξης για πρώτη φορά ήθελε να παρακούσει τον αδερφό του. Δεν ήθελε η Αυγή να αναγκαστεί μείνει δίπλα στον Κωνσταντίνο με έναν δυστυχισμένο γάμο. Πως θα άντεχε να την βλέπει και να ξέρει οτι εκείνος ήταν που την οδήγησε σε αυτόν τον δρόμο.

Ήταν μικρός όταν κατάλαβε οτι η μητέρα του δεν ήταν ευτυχισμένη δίπλα στον πατέρα του. Το έβλεπε στο θλιμμένο της βλέμμα όταν νόμιζε οτι κανείς δεν την έβλεπε και πολλές φορές την είχε πιάσει να κλαίει μόνη της στο δωμάτιό της. Την μοναξιά της την ανακούφιζε λίγο η παρέα της με την Πέτρα την μητέρα της Αυγής αλλά όταν και εκείνη χάθηκε η μητέρα του άρχισε να χάνει την διάθεσή της. Εκείνος και τα αδέρφια του ξόδευαν πολλές ώρες σε εκπαίδευση και έτσι εκείνη ήταν συνεχώς μόνη της.  Ήταν μόνη της ακόμη και όταν πέθανε. Αυτή η χαμένη ζωή ήταν το αποτέλεσμα ενός δυστυχισμένου γάμου. Ο Αλέξης δεν το ήθελε αυτό για την Αυγή. Για εκείνη που είχε μάθει να ζει ελεύθερη μια τέτοια ζωή θα ήταν θάνατος. Δεν μπορούσε να της κάνει κάτι τέτοιο.

Ο Αλέξης αναστέναξε και προχώρησε στο στρατόπεδο.

Όταν αργότερα ο Αλέξης επέστρεψε στο παλάτι παρατήρησε οτι όλοι ήταν ανάστατοι.

"Τι συμβαίνει;" Ρώτησε τον σκοπό της εισόδου.

"Η αρχιέρεια δεν είναι πουθενά. Όλοι την ψάχνουν."

Η καρδιά του Αλέξη χτύπησε δυνατά. Έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιό της και άνοιξε την πόρτα. Η κουρτίνα του ανοιχτού παραθύρου ανέμισε. Η Αυγή είχε φύγει. Το είχε σκάσει πιθανόν την νύχτα από το παράθυρο γι αυτό ήταν η συμπεριφορά της τόσο περίεργη.

Ο Αλέξης μπήκε στο δωμάτιο και πήγε στο παράθυρο. Έκανε στην άκρη την κουρτίνα και στο περβάζι μπροστά του είδε μια ψόφια πυγολαμπίδα. Χρησίμοποίησε τις πυγολαμπίδες για να ξεγελάσει τους φρουρούς.

Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να γυρίσει. Ένα ς από τους άντρες του είπε: " Ο βασιλιάς Σίμος και η συνοδεία του έφυγαν χτες πριν να ξημερώσει."

Ο Αλέξης γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο μελαγχολικά. Η Αυγή είχε φύγει με τον  πατέρα της. Τουλάχιστον εκείνος θα την προστάτευε. Αισθάνθηκε ανακούφιση στην σκέψη οτι ο Κωνσταντίνος δεν θα μπορούσε πια εύκολα να την αναγκάσει να τον παντρευτεί όμως όταν συνειδητοποίησε οτι και ο  ίδιος δεν ήξερε αν και πότε θα την ξαναέβλεπε η καρδιά του βυθίστηκε στην θλίψη. Το χαμογελαστό της πρόσωπο εμφανίστηκε μπροστά του. Έσφιξε τις γροθιές του και γύρισε στον άντρα που περίμενε πίσω του: " Πάμε να το αναφέρουμε στον βασιλιά."



ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα