Κεφάλαιο 43

1K 183 4
                                    

Η Αυγή αισθανόταν μέσα από τις λέξεις που διάβαζε όλο τον πόνο και την απελπισία της μητέρας της. Ο άντρας που αγαπούσε, αφού την πλήγωσε με τον χειρότερο τρόπο, άλλαξε ή στην πραγματικότητα έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Δεν ήταν τίποτα άλλο από ένας εγωκεντρικός αλαζόνας που χωρίς να τον ενδιαφέρει τίποτα ήθελε να τα έχει όλα δικά του φτάνοντας και να απειλεί ακόμη  την γυναίκα που υποτίθεται πως αγαπούσε για να περάσει το δικό του.

Γύρισε σελίδα και άρχισε πάλι να διαβάζει:

"Φτάσαμε στο βασίλειο. Είναι όμορφο. Επειδή είναι μέσα στα βουνά υπάρχει πράσινο παντού μέσα στην πόλη. Την έχουν χτίσει σαν κομμάτι του τοπίου με πέτρες από τα βράχια της περιοχής. Ο αέρας έχει άλλο άρωμα εδώ.

Πήγαμε κατευθείαν στο παλάτι αλλά ήταν νωρίς ακόμη για το δείπνοκαι έτσι ζήτησα από τον πατέρα μου άδεια για να κάνω βόλτα στην πόλη. Ο κόσμος εδώ είναι ίδιος με τον δικός μας. Όταν έφτασα στο κέντρο περπάτησα ανάμεσα από τους πάγκους των μικροπωλητών χαζεύοντας.

Ξαφνικά φωνές μου τράβηξαν την προσοχή και πήγα προς το μέρος που ακουγόταν. Δύο νέοι άντρες καυγάδιζαν. Ο ένας ήταν ντυμένος με ακριβά ρούχα ενώ ο άλλος σαν όλους τους υπόλοιπους. Απ'ότι κατάλαβα ο φτωχοντυμένος άντρας τα είχε βάλει με τον πλούσιο γιατί είχε φερθεί άσχημα σε ένα παιδί που πουλούσε πράγματα. Ένα αγόρι γύρω στα δέκα κοίταζε φοβισμένο πίσω από  την πλάτη του υπερασπιστή του τον μαινόμενο άντρα να απειλεί.  Ο φτωχός άντρας μίλησε ήρεμα προσπαθώντας να βάλει λίγο μυαλό στον άλλο άντρα που φώναζε οτι το παιδί τον ενοχλούσε με τις φωνές του προσπαθώντας να πουλήσει την πραμάτεια του ενώ εκείνος είχε καθίσει να πιει με τους φίλους του.

Ο ενοχλημένος άντρας που ήθελε καυγά έκανε νόημα στους φίλους του που περικύκλωσαν αμέσως τον άντρα και το παιδί απειλητικά. Εκείνος έδιωξε το παιδί στην άκρη και άρχισε να παλεύει μαζί τους. Οι πέντε άντρες δεν μπορούσαν να τον πιάσουν αφού φαινόταν να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στις πολεμικές τέχνες αλλά ο άλλος άντρας φώναξε και τους υπηρέτες του  που παρακολουθούσαν την σκηνή, πίσω μου.

Χωρίς να το σκεφτώ ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος και οι κληματίδες άρχισαν να βγαίνουν απο το έδαφος σχηματίζοντας ένα τείχος μπροστά από τους άντρες που άρχισε να τους παγιδευεί αργά καθώς επεκτεινόταν γύρω τους. Όλοι με παρακολουθούσαν έκπληκτοι όταν κάποιος φώναξε : " Έρχεται η φρουρά!!!"

Τότε ο άντρας έτρεξε κοντά μου και έπιασε το χέρι μου μετά άρχισε να τρέχει αφού έπιασε και το χέρι του παιδιού. Οι τρεις μας τρέχαμε στους στενούς δρόμους με το φόβο μήπως μας κυνηγούσαν οι μάλλον αποσβολωμένοι ακόμη άντρες.

Σταματήσαμε σε ένα σημείο στην άκρη της πόλης όπου βρισκόταν κάποια φτωχικά σπίτια, που έδειχναν απεριποίητα σε σχέση με αυτά του κέντρου. Αυτό όμως που βρισκόταν μπροστα μας ήταν στην χειρότερη κατάσταση.

Ο άντρας χάιδεψε το κεφάλι του παιδιού και έβγαλε κάτι από την τσέπη του παντελονιού του: " Πάρε αυτά να τα δώσεις στην μαμά σου και μην βγεις να πουλήσεις τίποτα για λίγες μέρες."

"Ευχαριστώ. Δεν θα έρθεις μέσα;"

"Άλλη φορά. Πήγαινε, αρχίζει να σκοτεινιάζει."

Στην πόρτα του σπιτιού φάνηκε ένα κοριτσάκι γύρω στα δέκα. Μόλις μας είδε χαμογέλασε ενθουσιασμένο και φωνάζοντας : " Σίμο!!" Έτρεξε προς το μέρος μας.

Το πρόσωπο του άντρα φωτίστηκε από το χαμόγελό του καθώς την έπιασε και την σήκωσε στην αγκαλιά του: " Ήβη, τι κάνεις;"

Το κορίτσι έσφιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του: " Μας έλειψες. Έλα να δεις την μαμά."

Εκείνος άφησε το παιδί στο έδαφος και είπε: " Όχι τώρα. Είναι αργά. Θα περάσω μια άλλη μέρα."

Καθώς οι δυο τους προχωρούσαν στον δρόμο εκείνος με ρώτησε με περιέργεια: "Ποια είσαι; Συγνώμη αλλά με όλη την αναστάτωση δεν καταφέραμε να συστηθούμε."

Σταματήσαμε να περπατάμε και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο. Στο λιγοστό φως της δύσης κατάφερα να διακρίνω τα όμορφα μελιά μάτια του που με κοίταζαν με καθαρό βλέμμα.

"Είμαι η Πέτρα. Έχω έρθει με την αντιπροσωπεία του Νικόδημου από το άλλο βασίλειο." Του απάντησα.

Ένα περίεργο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του: " Αλήθεια; Χαίρομαι που σε γνωρίζω Πέτρα. Είμαι ο Σίμος." Τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά μου  και μείναμε να κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε. Τι περίεργο συναίσθημα ήταν αυτό που μου προκάλεσε το βλέμμα του. Γιατί με αναστάτωνε αυτός ο άντρας αφού είμαι ερωτευμένη με τον Νικόδημο; Ή μήπως με όλα όσα είχαν συμβεί είχα καταφέρει να σβήσω πραγματικά τα αισθήματά μου για εκείνον;

Ο Σίμος ήταν αυτός που διάλυσε την μαγεία: " Θα πρέπει να γυρίσεις στο παλάτι. Σε λίγο θα σερβιριστεί το δείπνο. Θα σε συνοδεύσω μέχρι εκεί."

Δεν αρνήθηκα άλλωστε το πιθανότερο θα ήταν να χαθώ αφού είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και δεν θυμόμουν καλά τους δρόμους που είχαμε περάσει λόγω των συνθηκών.

Ο Σίμος με άφησε λίγο πριν την είσοδο του παλατιού ελέγχοντας συνεχώς γύρω του. Ίσως ανησυχούσε μην τον πιάσουν οι στρατιώτες μετά την καταγγελία του καυγατζή άντρα από πριν. Για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη. Ο άντρας απέναντί μου ήταν ένας πολύ καλός άντρας.'


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα