Κεφάλαιο 39

1.1K 195 7
                                    

Η Αυγή άνοιξε τα μάτια της. Αυτή την φορά ξύπνησε στο γνώριμο χώρο του δωματίου της στο παλάτι. Ο ήλιος έξω από το παράθυρο ήταν δυνατός αφού είχε ανέβει ψηλά και δεν υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό για να τον κρύψουν. Κόντευε  μεσημέρι.

Πετάχτηκε όρθια και πήγε να ντυθεί. Κατέβηκε στην είσοδο και ρώτησε τους φρουρούς για τον Αλέξη. Εκείνοι της απάντησαν οτι είχε πάει στους στρατώνες.

Η Αυγή πήγε στην τραπεζαρία και ζήτησε να πιεί κάτι. Κάθισε σε μια πολυθρόνα δίπλα σε ένα από τα παράθυρα με ένα φλυτζάνι τσάι στο χέρι της. Κοίταξε το όμορφο τοπίο που φαινόταν έξω από το συγκεκριμένο παράθυρο. Υπήρχε μια μικρή λίμνη από εκείνη την πλευρά και καλαμιές λικνίζονταν από τον αέρα ενώ στο βάθος του ορίζοντα  μαζεύονταν μαύρα σύννεφα.  Η Αυγή προσπαθούσε να αποφασίσει πως θα έπρεπε να κινηθεί έπειτα από όλα όσα είχε μάθει. Δεν ήταν μόνη της και πέρα από τον παππού της που δεν έδειξε και μεγάλη συγκίνηση που την είδε είχε και έναν πατέρα που έβλεπε στο βλέμμα του κάθε φορά που ήταν κοντά της  το ενδιαφέρον του για εκείνη.

Τα βήματα που ακούστηκαν στο μάρμαρο την έκαναν να γυρίσει για να δει ποιος είχε μπει στην τραπεζαρία.

Ο Νέστορας ο παππούς της στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Η έκφραση του ήταν σκληρή αλλά μόλις εκείνη γύρισε άλλαξε και χαμογέλασε.

"Τι κάνεις Αυγή;"

"Καλά. Εσείς;" Αν και η γυναίκα του είχε μόλις πεθάνει τόσο τραγικά εκείνος δεν έδειχνε να είναι στεναχωρημένος.

"Πως και είσαι μόνη σου εδώ;" Ο Νέστορας κοίταξε γύρω του το άδειο δωμάτιο.

"Φαντάζομαι οτι όλοι έχουν τις ασχολίες τους. "

Ο παππούς της άρχισε να βηματίζει αργά προς το μέρος της : " Βαριέσαι ; Θέλεις να σου δείξω το σπίτι που μεγάλωσε η μητέρα σου;"

Εκείνη πετάχτηκε αμέσως όρθια: " Ναι. Μπορείτε;"

Εκείνος χαμογέλασε : " Φυσικά. Ακόμη και αν δεν το θυμάσαι  είναι και δικό σου το σπίτι. Πάμε;"

Βγήκαν από το παλάτι και προχώρησαν προς την πλατεία με το άγαλμα του Νικόδημου. Η Αυγή απέφυγε να το κοιτάξει όταν πέρασαν από μπροστά του ενώ η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά.

Μπήκαν στο διόροφο σπίτι και δύο γυναίκες έτρεξαν κοντά τους για να τους υποδεχτούν. Η Μία ήταν γύρω στα πενήντα ενώ η άλλη γύρω στα τριάντα.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα