Κεφάλαιο 38

1K 179 19
                                    

Η Αυγή ήταν ακόμη συγκλονισμένη από όσα άκουσε, καθώς ακολουθούσε τον Μάξιμο στον δρόμο της επιστροφής.  Είχε  ξημερώσει όταν έφτασαν κοντά στην είσοδο του παλατιού και εκείνος κρύφτηκε, περιμένοντας να σιγουρευτεί οτι μπήκε στο παλάτι.  Οι στρατιώτες που την είδαν τόσο νωρίς έμειναν έκπληκτοι αλλά δεν είπαν τίποτα. Τι θα μπορούσαν να πουν στην αρχιέρεια;  Άλλωστε οι εντολές τους ήταν να ειδοποιήσουν τον Αλέξη σε περίπτωση που εκείνη έβγαινε από το παλάτι. Οι άντρες στην πύλη που είχαν μόλις αντικαταστήσει την προηγούμενη βάρδια, θεώρησαν οτι οι προηγούμενοι είχαν ήδη ειδοποιήσει για την έξοδό της.

Όταν μπήκε στο δωμάτιο της η Αυγή κάθισε στο κρεβάτι της φέρνοντας ξανά και ξανά στο μυαλό της όσα της είχε πει πιο πριν ο Σίμος. Πριν φύγει από την σκηνή του εκείνος την αγκάλιασε και της είπε: " Αυγή, μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Φοβάμαι οτι αυτός που θέλει να σου κάνει να σου κάνει κακό, βρίσκεται κοντά σου. Ψάχνω να βρω ποιος μπορεί να είναι. Αν τον ανακαλύψουμε θα μάθουμε και τι συνέβει και στην μητέρα σου. Εσύ δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι κανέναν. "

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοίταξε αφηρημένη το ταβάνι με τις ανάγλυφες παραστάσεις. Για άλλη μια φορά αισθανόταν το ίδιο μόνη όπως όταν έπαθε το ατύχημα και βρέθηκε στην γη. Έκλεισε τα μάτια της και μπροστά της εμφανίστηκε το χαμογελαστό πρόσωπο του Αλέξη. Άραγε να συμμετείχε και εκείνος στην συνομωσία εναντίον της;

Αν ήταν μια απλή κοπέλα δεν θα της περνούσε ποτέ από το μυαλό κάτι τέτοιο αλλά με τις δυνάμεις της να δυναμώνουν μέρα με την μέρα και να πληθαίνουν ίσως να υπήρχε κάποιος σκοπός πίσω από την συμπεριφορά του απέναντί της. Έβαλε το χέρι της πάνω από τα μάτια της και βόγκηξε. Πως ξαφνικά όλα έγιναν τόσο πολύπλοκα στην ζωή της;

Ο Σίμος που όλοι κατήγορούσαν δήλωνε οτι ήταν ο πατέρας της και η μητέρα της αγνοούνταν. Η Ορόρα που την είχε σώσει ήταν η γιαγιά της που δολοφονήθηκε άγρια. Ο παππούς της δεν έδειχνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την επιστροφή της και ο παιδικός της φίλος ο Αλέξης παρότι έδειχνε χαρούμενος που την είχε κοντά του ήταν ο γιος του Νικόδημου που κάποτε την είχε απαγάγει χωρίς εμφανή λόγο.  Εκείνη αισθανόταν οτι περπατούσε στην κόψη του ξυραφιού.

Την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει. Η Αυγή άνοιξε τα μάτια της αλλά το σκοτάδι γύρω της ήταν πυκνό. Δύο πνιχτές αντρικές φωνές ακούστηκαν σα να μιλούσαν πίσω από έναν τοίχο. Συγκεντρώθηκε στο να ακούσει τι έλεγαν.

"Κρίμα το κοριτσάκι. Τι να το κάνεις να έχεις τόσες δυνάμεις όταν όλοι προσπαθούν να σου τις κλέψουν."

"Καλά ο βασιλιάς γιατί να θέλει τις δυνάμεις  της;"

"Σςςς δεν καταλαβαίνεις; Ο βασιλιάς δεν το κάνει για τις δυνάμεις της. Δεν άκουσες τις φήμες; Είναι τρελλός και παλαβός με την αρχιέρεια και μισεί το παιδί, που την συνδέει με άλλον άντρα. Λένε αν και εκείνη δεν έχει αποκαλύψει τίποτα, οτι είναι από τον άντρα που αγαπάει και εξαιτίας του αρνείται τον έρωτα του βασιλιά."

"Και ποιος είναι αυτός ο άντρας που την έκανε να ξεχάσει όλους τους κανόνες;"

Η άλλη φωνή χαμήλωσε και άλλο: " Λένε οτι είναι ο βασιλιάς Σίμος."

"Τι κακή τύχη είναι αυτή. Να αγαπήσει τον εχθρό του βασιλείου."

"Ναι αλλά όταν τον αγάπησε δεν ήταν εχθρός. Λένε οτι ο Νικόδημος όταν έμαθε την σχέση τους από την ζήλεια του χάλασε τις σχέσεις των δύο βασιλείων. "

"Το παιδί γιατί το απήγαγε;"

" Θέλει να το εξαφανίσει αλλά θα το κάνει με μια τελετή ώστε να μην χαθούν οι δυνάμεις του. Θα τις περάσει σε άλλον."

"Ποιος είναι ο εγκληματίας που θα δεχτεί κάτι τέτοιο; Κρίμα."

"Δεν έχει μάθει κανείς." Βήματα που πλησίαζαν διέκοψαν την συζήτηση.

Η Αυγή έβαλε τα χέρια στην καρδιά της. Ο Νικόδημος δεν την απήγαγε απλά για εκβιασμό. Ήθελε να την σκοτώσει και να δώσει τις δυνάμεις της σε άλλον. Το σκοτάδι γύρω της άρχισε να λιώνει αποκαλύπτοντας ένα δωμάτιο . Το σκηνικό του ονείρου της άλλαξε. Ένας άντρας στεκόταν μπροστά της με την πλάτη  γυρισμένη σε εκείνη σκεπασμένος από μια μαύρη κάπα μα κουκούλα. Απέναντί του στεκόταν η Ορόρα. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο μίσος.

"Πως μπορείς να είσαι τόσο σκληρός; Είσαι φτιαγμένος από πέτρα; Δεν θα σε αφήσω να τις πληγώσεις. Δεν θα σε αφήσω να πραγματοποιήσεις τα σχέδιά σου."

Ένα ανατριχιαστικό γέλιο πλημμύρισε το δωμάτιο: " Νομίζεις οτι μπορείς να με σταματήσεις; Αν και έχεις προσπαθήσει να αναπτύξεις τις δυνάμεις σου, το επίπεδό σου είναι ακόμη πολύ χαμηλό." Η χροιά της φωνής, της θύμιζε κάποιον αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιον.

"Η Πέτρα και η Αυγή δεν φταίνε σε τίποτα. Όλα τα φταίει η απληστία σου. Θέλεις να αποκτήσεις  αυτά που δεν σου ανήκουν. Σύνελθε..."

"Εσύ σύνελθε. Σε λίγο θα έχω όλα έχω επιθυμήσει και δεν θα αφήσω κανέναν να μπει εμπόδιο."

Ο άντρας προχώρησε προς την πόρτα. Την άνοιξε και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του.Η Αυγή αισθάνθηκε απογοήτευση. Πόσο καλά θα ήταν να μπορούσε να δει το πρόσωπο του. Άραγε να ήταν ο Νικόδημος;








ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα