Κεφάλαιο 21

1.1K 183 9
                                    

Η Αυγή έτρεμε αλλά όχι από το κρύο.

  Η εικόνα ξεπετάχτηκε στο μυαλό της έφταιγε . Το άγαλμα που κοίταζε με το παγωμένο του βλέμμα τον ορίζοντα, πήρε σάρκα και οστά. Ο άντρας στεκόταν ζωντανός μπροστά της. Τα γκρίζα μάτια του  την έκαναν να ανατριχιάσει. Δεν βρισκόταν στην πλατεία αλλά σε ένα σκοτεινό υπόγειο που φωτιζόταν από ένα κερί.

Εκείνη ήταν καθισμένη στο παγωμένο έδαφος με τα χέρια της τυλιγμένα προστατευτικά γύρω από τα πόδια της, τρομαγμένη. Δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι της, τον έβλεπε μέσα από τις τούφες των μαλλιών της. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα ενώ τα δάχτυλά της έσφιγγαν τα μπράτσα της για να δώσει στον εαυτό της δύναμη.

Η σκληρή φωνή του άντρα την έκανε να τιναχτεί: " Να την προσέχετε πολύ καλά. Δεν πρέπει κανείς να την βρει." Οι δύο άντρες πίσω του δεν μίλησαν  και όταν έφυγε, τον ακολούθησαν κλειδώνοντας την πόρτα πίσω τους .

Η Αυγή κοίταξε γύρω της με τρόμο. Είδε από ένα μικρό παράθυρο ψηλά στον έναν τοίχο οτι έξω ήταν νύχτα : " Μαμά!" Φώναξε με παιδική φωνή. Ήταν η ίδια αλλά παιδί. Ήταν άλλη μια ανάμνηση της παιδικής της ηλικίας;


"Αυγή είσαι καλά; Τι έπαθε γιατί δεν μιλάς;" Η φωνή του Αλέξη την έβγαλε από την σκοτεινή φυλακή της. Εκείνος στεκόταν μπροστά της και την κοίταζε ανήσυχος. Τα χέρια του κρατούσαν τα μπράτσα της.

"Αλέξη, που είναι τώρα ο πατέρας σου ;" Τον ρώτησε με φωνή που μόλις και ακουγόταν.

"Έχει πεθάνει και γι αυτό πήρε τον θρόνο ο αδερφός μου."

"Είχα... είχα γνωρίσει ποτέ τον πατέρα σου;"

"Δεν ξέρω. Αν και εμείς ερχόμασταν με την μητέρα μου, που ήταν φίλη με την δική σου, στο σπίτι σας, ο πατέρας μου δεν μας ακολουθούσε ποτέ. Γιατί ρωτάς;"

"Γιατί νομίζω οτι τον γνώρισα." Είπε επιφυλακτικά. Δεν μπορούσε να του μιλήσει γι αυτό που είδε.  Δεν ήξερε τι είδε και τι σήμαινε αλλά αισθανόταν οτι δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν, μέχρι να ανακτήσει τις αναμνήσεις της και να καταλάβει τι ήταν οι εικόνες που έβλεπε.

"Αλήθεια; Πότε; Εσύ χάθηκες όταν ήσουν δώδεκα χρονών." Η περιέργεια του ήταν ειλικρινής.

Η Αυγή σήκωσε τους ώμους της: " Δεν ξέρω. Μπορεί και να μην είναι αληθινές αναμνήσεις."

"Είσαι καλά τώρα;" Την ρώτησε εκείνος βλέποντας το χρώμα να έχει επανέλθει στα μάγουλά της.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα