Κεφάλαιο 20

1.2K 190 11
                                    

Η Αυγή άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε σε ένα σπήλαιο. Τα τοιχώματά του ήταν καλυμμένα με ζωγραφιές που δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν ήξερε αν έξω ήταν μέρα ή νύχτα αλλά ο φωτισμός εκεί προερχόταν από δάδες.

Κινήθηκε με αργά, επιφυλακτικά βήματα, προς την πλευρά που την οδήγησε το ένστικτό της.  Η απόλυτη ησυχία γύρω της την τρόμαζε αλλά ήξερε οτι έπρεπε να προχωρήσει. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα δικά της πατήματα.

Τα βήματά της την οδήγησαν σε μια μεγάλη αίθουσα του σπηλαίου. Τεράστιοι σταλακτίτες κρεμόταν από την οροφή της αίθουσας ενώ οι σταλαγμίτες δεν άφηναν  κανένα σημείο του εδάφους ακάλυπτο, εκτός από ένα. Στο σημείο εκείνο, καθόταν οκλαδόν και με κλειστά τα μάτια η Ορόρα. Η λευκή βούλα στο μέτωπό της έμοιαζε μεγαλύτερη από όταν την είχε ξαναδεί στο όνειρό της και το σώμα της ήταν πιο αδυνατισμένο, αν ήταν αυτό δυνατόν.

Η φωνή της ακούστηκε θυμωμένη και  δυνατή στον χώρο, κάνοντας αντίλαλο: " Γιατί γύρισες;" Απευθυνόταν σε εκείνη κρατώντας τα μάτια της κλειστά.


Η Αυγή άνοιξε τρομαγμένη τα μάτια της και τινάχτηκε στο κρεβάτι της. Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να καταλάβει που βρισκόταν. Ήταν στο δωμάτιό της στο παλάτι και έξω είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η καρδιά της συνέχισε να χτυπάει δυνατά εξαιτίας του φόβου που της προκάλεσε το όνειρό της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα με ένα παχύ λευκό στρώμα και στο βάθος του ορίζοντα ένας αδύναμος ήλιος προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του ανάμεσα στα σύννεφα. Η Αυγή αναστέναξε και άφησε την κουρτίνα να ξαναπέσει.  Άλλαξε την νυχτικιά που φορούσε και πλύθηκε με τον πρωτόγονο τρόπο που προυπέθετε την κανάτα και την λεκάνη που της είχε φέρει μια από τις κοπέλες του προσωπικού την προηγούμενη μέρα. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο, κρατώντας στο χέρι της την γούνα που της είχε δώσει την προηγούμενη μέρα ο Ορφέας. Μια κοπέλα που μισοκοιμόταν στον ήσυχο διάδρομο καθισμένη σε μια καρέκλα πετάχτηκε όρθια: " Καλημέρα! "

"Καλημέρα ! Δεν κοιμήθηκες όλο το βράδυ;"

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της : " Η δουλειά μου έιναι να είμαι εδώ σε περίπτωση που χρειαστείτε κάτι."

"Έμεινες εδώ όλο το βράδυ;" Ρώτησε ξαφνιασμένη και όταν η κοπέλα απάντησε καταφατικά της είπε : " Να πεις σε όλους οτι κανείς δεν χρειάζεται να κάθεται ξύπνιος εξαιτίας μου. Δεν χρειάζομαι τίποτα την νύχτα.

Έχει ξυπνήσει κανείς άλλος;"

"Ο πρίγκιπας Αλέξης πέρασε λίγο πιο πριν για να ελέγξει αν όλα ήταν εντάξει."

"Τώρα που είναι;"

" Θα πήγε στους στρατώνες. Πάντα εκεί πηγαίνει για εξάσκηση."

"Μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις οδηγίες για το πως θα μπορούσα να πάω στο σπίτι του Νέστορα. Νομίζω οτι είναι αρχιερέας."

"Α... μάλιστα." Η κοπέλα άρχισε να της εξηγεί και η Αυγή την άκουγε με προσοχή. Μετά βγήκε από το παλάτι.  Η γούνα και οι γούνινες μπότες ήταν πολύ χρήσιμες στο πολικό κρύο που επικρατούσε.

Άρχισε να περπατάει στους ακόμη άδειους δρόμους και σε κάθε βήμα της το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια της. Η Αυγή είχε αποφασίσει να βοηθήσει την μνήμη της να επανέλθει όπως μπορούσε για να λύσει το μυστήριο που κρυβόταν γύρω από εκείνη και την μητέρα  της και την εξαφάνισή τους. Καθώς περπατούσε, κοίταζε γύρω της με περιέργεια αλλά η μνήμη της ήταν κενή όπως πάντα. Απελπισμένη σκέφτηκε οτι μπορεί και να μην είχε κανένα αποτέλεσμα αυτή η βόλτα της.

Έφτασε σε μια γωνία   που έπρεπε να στρίψει και τα μάτια της έπεσαν σε ένα άγαλμα που έδειχνε έναν βασιλιά πάνω στο άλογό του. Η έκφραση του προσώπου του ήταν σκληρή και κρατούσε με δύναμη τα χαλινάρια του αλόγου ενώ εκείνο ήταν σηκωμένο στα πίσω πόδια του, τόσο που φαινόταν οι φλέβες των χεριών του.

Ξαφνικά ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κεφάλι της Αυγής  και τα γόνατά της λύγισαν. Ιδρώτας έλουσε όλο το σώμα της και η ανάσα της άρχισε να βγαίνει με δυσκολία. Το πρόσωπο του βασιλιά εμφανίστηκε ολοζώντανο μπροστά της, με τα παγωμένα μάτια του να την περιεργάζονται ενώ εκείνη έτρεμε ανεξέλεγκτα. Τον είχε συναντήσει αυτόν τον άνθρωπο και τον φοβόταν. Η εικόνα χάθηκε από τη μνήμη της όσο γρήγορα εμφανίστηκε  ενώ από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.

"Αυγή!!!" Η δυνατή φωνή του ξαφνιασμένου Αλέξη δεν ήταν ικανή να την κάνει να ξεφύγει από τον φόβο που την είχε πλημμυρίσει. Εκείνος έτρεξε δίπλα της και την αγκάλιασε προσπαθώντας να την σηκώσει από το παγωμένο χιόνι: "Τι έπαθες; Γλύστρισες;"

Όταν την γύρισε προς το μέρος του την κοίταξε έκπληκτος: "Κλαις; Γιατί κλαις;"

Εκείνη σήκωσε το χέρι της που ακόμη έτρεμε και τέντωσε το δάχτυλό της δείχνοντας το άγαλμα: " Ποιος είναι αυτός ο άντρας;" Ρώτησε με φωνή που μόλις ακουγόταν.

Ο Αλέξης με τα μάτια του να την περιεργάζονται γεμάτα ανησυχία, απάντησε χωρίς να κοιτάξει καν: "Είναι ο βασιλιάς Νικόδημος. Ο προηγούμενος βασιλιάς. Ο πατέρας μου."

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα