Κεφάλαιο 18

1.2K 193 9
                                    

Ο Αλέξης πλησίασε αθόρυβα το κρεβάτι. Εκεί η Αυγή κοιμόταν με τα μαλλιά της απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι . Στάθηκε από πάνω της και την κοίταξε . Η παιδική του φίλη ακόμη κοιμόταν σαν χταπόδι, όπως έλεγε πάντα η μητέρα της πειράζοντάς την. Τα πόδια της είχαν βγεί έξω από την κουβέρτα, ενώ τα χέρια της ήταν απλωμένα στις δύο πλευρές του σώματός της.

Ο  Αλέξης έπιασε την  κουβέρτα και την τράβηξε απαλά για να την σκεπάσει. Μετά βγήκε από το δωμάτιο. Ο φίλος του τον περίμενε.

"Πρόσεχέ την. Φοβάμαι οτι κάποιος θα θελήσει να της κάνει κακό. Προστάτευσέ την καλά, είναι πολύτιμη για το μέλλον όλων."

"Μην ανησυχείς. Θα την προσέχω. "

Καθώς εκείνος έφευγε αισθανόταν άσχημα που την άφηνε πίσω αλλά ήξερε οτι στην παρούσα κατάσταση η Αυγή θα αντιδρούσε σε οποιαδήποτε προσπάθειά του να την κρατήσει κοντά του. Ο Ορφέας θα την προστάτευε μαζί με μερικούς έμπιστους στρατιώτες που εκείνος  είχε βάλει να τους ακολουθούν μυστικά.


Η Αυγή άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το χώρο γύρω της προσπαθώντας να καταλάβει που βρισκόταν. Η συνειδητοποίηση  οτι όλα όσα είχε ζήσει τις προηγούμενες ώρες δεν ήταν εφιάλτης αλλά πραγματικότητα  την έκανε καλύψει το πρόσωπό της με τα χέρια της και να βογγήξει : "Δεν ήταν όνειρο."

Ένα χτύπημα στην πόρτα την έκανε να ανασηκωθεί: " Ναι."

Ο Ορφέας μπήκε στο δωμάτιο χαμογελαστός : " Καλημέρα. Κοιμήθηκες καλά;"

"Μια χαρά, ευχαριστώ." 

Από την ανοιχτή πόρτα, ακολουθώντας τον, μπήκε μια κοπέλα με έναν δίσκο στα χέρια,  που πήγε και τον ακούμπησε στο τραπεζάκι που βρισκόταν σε μια άκρη και μετά έφυγε.

" Ορφέα, θα μου δείξεις τον δρόμο για να βγω από τα τείχη σήμερα, έτσι δεν είναι;" Ρώτησε εκείνη με αβέβαιη φωνή.

" Μάλλον σήμερα δεν είναι καλή μέρα, γιατί έξω έχει χιονίσει πολύ και κάνει παγωνιά. Δεν θα μπορέσεις να πας πουθενά." Ο Αλέξης του είχε πει να μην την αφήσει να βγει από τα τείχη.

Εκείνη έτρεξε στο παράθυρο και έκανε στην άκρη την κουρτίνα. Πραγματικά έξω ήταν όλα κάτασπρα ενώ χοντρές νιφάδες στροβιλίζονταν από τον αέρα. Ένα παχύ στρώμα χιονιού είχε καλύψει τα πάντα. Η Χριστίνα αισθάνθηκε το κρύο και ρίγησε.

"Τι θα κάνω; Δεν έχω λεφτά. Πως θα συνεχίσω να μένω εδώ;"

" Μην ανησυχείς, σου είπα οτι θα σου δώσω εγώ λεφτά. Εσύ απλά απόλαυσε την διαμονή σου εδώ."

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα