Κεφάλαιο 17

1.3K 194 4
                                    

Με τον Ορφέα άρχισαν να περπατάνε ο  ένας δίπλα στον άλλο μέσα στην αγορά.  Εκείνος κρατούσε ακόμη στα χέρια του την τσάντα με τα μήλα αφού η Χριστίνα δεν τα πήρε. Το στομάχι της γουργούρισε και εκείνος πήρε στο  χέρι του ένα κόκκινο μήλο και της το πρόσφερε.  Η πείνα της δεν της επέτρεψε να αρνηθεί την προσφορά του και έτσι το πήρε και έψαξε κάποια βρύση για να το πλύνει. Υπήρχε μία στην άκρη του δρόμου απ'όπου έπιναν τα παιδιά που έπαιζαν στην μικρή  πλατεία μπροστά τους. Αφού το έπλυνε άρχισε να το δαγκώνει λαίμαργα. Ο Ορφέας χαμογέλασε και άρχισε να πλένει άλλα δύο.

Συνέχισαν να περπατούν αργά. Όταν η Χριστίνα τελείωσε το πρώτο ο Ορφέας της πρόσφερε το επόμενο. Εκείνη τον ευχαρίστησε και άρχισε και να τρώει πάλι, πιο αργά αυτή την φορά.

Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της : " Είσαι στρατιωτικός;"

"Ναι. Εσύ από που είσαι;"

" Από μακριά."

"Γι αυτό δεν γνωρίζεις το νόμισμά μας. Πώς και βρέθηκες στα μέρη μας;"

"Έτυχε αλλά τώρα θα πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι μου και δυστυχώς έχω μπερδευτεί στους δρόμους της πόλης και δεν βρίσκω την πύλη των τειχών. Μπορείς να μου πεις που είναι;"

Ο Ορφέας χαμογέλασε : " Φυσικά αλλά δεν πρέπει να φύγεις από την πόλη τώρα που σε λίγο θα σκοτεινιάσει. Περίμενε να περάσει η νύχτα και το πρωί θα είσαι πιο ασφαλής."

Παρότι η Χριστίνα δεν ήθελε να μείνει στιγμή παραπάνω σε εκείνο το μέρος καταλάβαινε αυτό που της έλεγε ο άντρας, άλλωστε η ανάμνηση των άγριων λύκων ακόμη την φόβιζε.

"Ναι..." Είπε σκεφτική.  Δεν ήξερε που να μείνει. Όλα γύρω της ήταν άγνωστα και το να κοιμηθεί έξω θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο με το έντονο κρύο που είχε βγει.

"Κοίταξε, επειδή καταλαβαίνω οτι δεν έχεις λεφτά, θα σου δανείσω εγώ όσα χρειάζονται για να νοικιάσεις ένα δωμάτιο και μου τα επιστρέφεις την επόμενη φορά που θα έρθεις στην πόλη μας."

"Όχι δεν θα ήταν σωστό. Θα μπορούσα να μείνω κάπου έξω."

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά : " Αποκλείεται. Η θερμοκρασία την νύχτα θα πέσει ακόμη περισσότερο, έρχεται χιονιάς. Αν μείνεις έξω θα παγώσεις."

Έπιασε το χέρι της και την παρέσυρε μαζί του μπροστά από ένα διόροφο κτίριο που έδειχνε σαν πανδοχείο. Μπήκαν μέσα και βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη αίθουσα με ξύλινα τραπέζια  και πάγκους. Σε κάποια από αυτά υπήρχαν παρέες, κυρίως αντρών, που έπιναν και μιλούσαν φωναχτά μεταξύ τους.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα