Κεφάλαιο 14

1.3K 196 8
                                    

Η Χριστίνα είδε τον μεγάλο άντρα να την πλησιάζει με πολύ δυναμικό για την ηλικία του βήμα. Αν δεν είχε παρατηρήσει πιο πριν το πρόσωπό του θα πίστευε οτι ήταν κάποιος εικοσάχρονος . Εκείνος έφτασε δίπλα της και αφού την περιεργάστηκε για λίγο είπε συγκινημένος: " Αυγή, επιτέλους επέστρεψες κοντά μας."

Η Χριστίνα αισθάνθηκε φόβο όταν εκείνος την πλησίασε τόσο πολύ και έκανε ένα βήμα πίσω πέφτοντας πάνω στο στήθος του Αλέξη.

Ο Κωνσταντίνος καθισμένος στην μεγαλόπρεπη καρέκλα του, ξεροέβηξε και είπε : " Νέστορα, η Αυγή δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν."

Ο άντρας που λεγόταν Νέστορας την κοίταξε σοκαρισμένος : " Αλήθεια δεν θυμάσαι τίποτα; Δεν θυμάσαι ποιος είμαι;"

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Κοίταξε το σταρένιο δέρμα του άντρα  με τις έντονες ρυτίδες γύρω από τα πράσινα αστραφτερά του μάτια. Η  λευκή γενειάδα έκρυβε το στόμα του που σφίχτηκε.

Όμως εκείνη όσο και αν προσπαθούσε να θυμηθεί αν πραγματικά γνώριζε αυτόν τον άνθρωπο  η μνήμη της ήταν το ίδιο άδεια για το μακρινό παρελθόν όπως πάντα.

"Είμαι ο παππούς σου. Ο πατέρας της μητέρας σου. "  Ο Νέστορας την κοίταξε προσπαθώντας να διακρίνει στα μάτια της κάποιο σημάδι αναγνώρισης.  Το διαπεραστικό του βλέμμα της προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο άγχος και ενστικτωδώς γύρισε και έπιασε το μανίκι του Αλέξη, που αμέσως μπήκε μπροστά της  και μίλησε στον μεγαλύτερο άντρα με σεβασμό:

" Νέστορα, αυτή την στιγμή για την Αυγή όλα είναι άγνωστα και ενδεχομένως τρομακτικά. Νομίζω οτι θα έπρεπε να της δώσουμε το χρόνο  να προσαρμοστεί."

Εκείνη βγήκε από πίσω του και στάθηκε ανάμεσα στους δυο τους αποφασιστικά: " Δεν χρειάζεται να προσαρμοστώ σε τίποτα, γιατί θα φύγω αμέσως από εδώ. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να μπορέσω να επικοινωνήσω με κάποιο ταξί για να έρθει να με πάρει."

Είδε τα πρόσωπα όλων γύρω της να την κοιτούν με απορία. Ο Άρης ήταν αυτός που μίλησε πρώτος : "Ταξί; Τι είναι αυτό;" Κοίταξε τον Αλέξη, που ήταν ο μόνος που έδειχνε να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλούσε η Χριστίνα.

Εκείνος δεν του έδωσε σημασία και μίλησε στην Χριστίνα : " Πότε επιτέλους θα καταλάβεις οτι δεν βρίσκεσαι στην γη. Εδώ δεν υπάρχουν ταξί αλλά και να υπήρχαν δεν θα είχες κάπου να πας."

Εκείνη τον κοίταξε εκνευρισμένη: " Νομίζεις οτι είναι δυνατόν να πιστέψω τίποτα από αυτά που μου λες ; Ποιος θα πίστευε τέτοια παραμύθια. Άλλοι πλανήτες, διαστημικά ταξίδια και πύλες. Γιατί δεν πας να γράψεις κανένα σενάριο;"

Ο Άρης πετάχτηκε και πάλι : " Τι είναι σενάριο;"

Ο Αλέξης τον αγριοκοίταξε : " Μπορείς να σταματήσεις για λίγο;" Μετά γύρισε στην Χριστίνα:

" Ηρέμησε και κάθισε. Θα συζητήσουμε γι αυτό λίγο αργότερα, αφού ηρεμήσεις." Της έδειξε μια καρέκλα πίσω της  αλλά εκείνη τον έσπρωξε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Όλοι έμειναν να την κοιτάζουν σαστισμένοι εκτός  από τον Αλέξη, που την πρόλαβε με μεγάλα βήματα και της έπιασε το χέρι για να την σταματήσει.

Εκείνη προσπάθησε να απαλλαγεί από το κράτημα του χωρίς επιτυχία. Το χέρι του σφίχτηκε περισσότερο γύρω από τον καρπό της και την τράβηξε μαζί του έξω από την αίθουσα με τους υπόλοιπους να τους παρακολουθούν παγωμένοι σαν αγάλματα.

Βγήκαν στον διάδρομο και προχώρησαν μέχρι μια πόρτα. Ο Αλέξης την άνοιξε  και έσπρωξε την Χριστίνα στο εσωτερικό ενός μεγάλου δωματίου, βαμμένου στο χρώμα της ώχρας.  Τα τεράστια παράθυρα  καλύπτονταν απο μακριές λευκές διάφανες κουρτίνες με χρυσά σχέδια.  Ένα τεράστιο τζάκι έκαιγε σε μια άκρη, που μπροστά του βρισκόταν δύο μεγάλοι καναπέδες  και τρεις πολυθρόνες  σε κόκκινο χρώμα .

Η Χριστίνα γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια εξοργισμένη: " Γιατί με έφερες εδώ; Γιατί δεν με αφήνεις να φύγω; Όταν θα φτάσω στον πολιτισμό θα σε καταγγείλω στην αστυνομία. "

Τα μάτια του Αλέξη πέταξαν φωτιές. Τα χέρια του απλώθηκαν και έσφιξαν τα μπράτσα της : " Λυπάμαι που δεν καταλαβαίνεις οτι σου λέω την αλήθεια. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω για να σε πείσω. 'Οταν θα ζήσεις εδώ για λίγο καιρό ίσως θα το καταλάβεις μόνη σου. Για την ώρα το μόνο που μπορώ να κάνω για εσένα είναι να σου απαγορεύσω να βγεις έξω μόνη σου και αυτό το κάνω για την ασφάλειά σου." Βγήκε στην πόρτα και μίλησε με κάποιον. Αμέσως μια γυναίκα  εμφανίστηκε και ο Αλέξης  διέταξε: " Οδήγησε την αρχιέρεια στο δωμάτιό της."

" Σοβαρά τώρα;" Ρώτησε έξαλλη η Χριστίνα: " Δεν πρόκειται να με βοηθήσεις να γυρίσω στον πολιτισμό; Τι είσαστε εδώ καμιά περίεργη θρησκευτική κάστα ; Δεν θέλω να μείνω εδώ. Θέλω να γυρίσω πίσω."

"Είδες οτι στο μέρος που ζούσες, κινδύνευες συνεχώς. Οι λύκοι ήδη σου επιτέθηκαν, όταν μπόρεσαν να περάσουν κανονικά την πύλη."

"Δεν με νοιάζει. Θα ειδοποιήσω τον ζωολογικό κήπο. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου."

"Εδώ είναι το σπίτι σου."

"Όχι δεν..."

Τα λόγια της δεν βγήκαν αφού εκείνος την σήκωσε στην αγκαλιά του και βγήκε από το δωμάτιο.






ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα