Κεφάλαιο 12

1.4K 195 6
                                    

Η Χριστίνα περπατούσε μέσα στο δάσος ακολουθώντας τα μεγάλα βήματα  του Αλέξη, ενώ κοίταζε γύρω της τα μεγάλα περίεργα δέντρα. Οι κορμοί τους ήταν ψηλοί χωρίς κλαδιά  και το φύλλωμμά τους άρχιζε στην κορυφή τους και ήταν σχεδόν επίπεδο. Κάπου κάπου ανάμεσά τους υπήρχαν άλλα είδη δέντρων που έμοιαζαν με ιτιές αλλά το φύλλο τους ήταν μπλε και έμοιαζε με μεγάλη πεταλούδα. Στην παραμικρή ριπή αέρα τα ευλύγιστα κλαδιά κινούνταν σα να χόρευαν. Εκείνη σταμάτησε να περπατάει, μαγεμένη από το όμορφο θέαμα. Δεν ήξερε οτι υπήρχαν τέτοιου είδους δέντρα.

Ο Αλέξης που αντιλήφθηκε οτι δεν τον ακολουθούσε, γύρισε προς το μέρος της και της είπε αυστηρά: " Τι κάνεις; Έλα. Πρέπει να βγούμε γρήγορα από το δάσος. "  Έδειχνε αγχωμένος και κοίταζε γύρω του σα να περίμενε να πεταχτεί κάτι ανάμεσα από τα δέντρα.

"Δεν ήξερα οτι υπήρχαν τόσο όμορφα δέντρα. Να και άλλο!"  Έδειξε άλλο ένα δέντρο με φύλλα πεταλούδες που βρισκόταν μπροστά τους. "Μα είναι πανέμορφο!" Το είχαν πλησιάσει και η Χριστίνα άπλωσε το χέρι της για να πιάσει ένα από τα εντυπωσιακά φύλλα του.  Μόλις το ακούμπησε εκείνο έκλεισε σαν φτερά πεταλούδας έτσι η Χριστίνα μπόρεσε να δει το πιο ανοιχτό μπλέ της κάτω πλευράς των φύλλων. Δεν μπορούσε να φανταστεί οτι στην φύση υπήρχε αυτό το χρώμα και οτι τα φύλλα των δέντρων αντιδρούσαν στο άγγιγμα.

Ξαφνικά ο Αλέξης σταμάτησε και αφουγκράστηκε τους θορύβους του δάσους, κάνοντάς της νόημα να σωπάσει. Η Χριστίνα σταμάτησε αμέσως να μιλάει και έμεινε ακίνητη κοιτάζοντάς τον με αγωνία. Προσπάθησε και η ίδια να ακούσει αλλά το μόνο που άκουγε ήταν φωνές πουλιών και το θρόισμα των κλαδιών στο φύσημα του αέρα.

Έμειναν σιωπηλή και ακίνητοι για λίγη ώρα ώσπου ο Αλέξης φώναξε δυνατά : " Μπορείς να βγεις. Ξέρω οτι είσαι εδώ!"

Εκείνη δεν μπορούσε να δει κανέναν αλλά ξαφνικά ανάμεσα από τα δέντρα εμφανίστηκε ένα χαμογελαστό αγόρι γύρω στα δεκαεννιά και πιο πίσω από άλλα δέντρα και άλλοι άντρες. Όλοι τους φορούσαν στολή παρόμοια με τον Αλέξη.  Η Χριστίνα έμεινε να τους κοιτάζει όλους έκπληκτη.

"Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε ξεγελάσω εσένα." Είπε  το καστανό αγόρι με τα μελιά μάτια με ένα κωμικά  λυπημένο ύφος και μετά άρχισε να περιεργάζεται εκείνη με περιέργεια.

Το βλέμμα του Αλέξη σταμάτησε λίγο πιο πίσω σε έναν ασπρομάλλη άντρα με μακριά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα, που στο πρόσωπό του είχε απολογητικό ύφος : "Λυπάμαι κύριε, δεν μπόρεσα να πείσω τον πρίγκιπα να μείνει στο κάστρο."

Ο μικρός, απ'ότι κατάλαβε, πρίγκιπας πετάχτηκε στην μέση: " Δεν φταίει σε τίποτα ο Στέφανος. Εγώ τον ανάγκασα να με πάρει μαζί. Πως θα μπορούσε να αρνηθεί;" Είπε με αυτάρεσκο ύφος.

"Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ. Το τι έγινε και ποιος φταίει θα τα πούμε στο κάστρο." Το βλέμμα του Αλέξη ήταν σκοτεινό και αυστηρό.

Οι άντρες έσκυψαν το κεφάλι τους και έτρεξαν να σχηματίσουν έναν κλοιό ασφαλείας γύρω από τους τρεις τους.  Ο  νεαρός άντρας προχωρούσε δίπλα από την Χριστίνα κοιτάζοντας την συνεχώς: " Αδερφέ, αυτή είναι; "

Ο Αλέξης τον κοίταξε ενοχλημένος: " Αν δεν ήξερα με τους τρόπους που έχεις θα έλεγα οτι μεγάλωσες στους δρόμους χωρίς καμιά καθοδήγηση. Αυγή, συγχώρεσε τον μικρό μου αδερφό. Τον λένε Άρη."

Εκείνη τον κοίταξε ενοχλημένη: "Χριστίνα, όχι Αυγή." Μετά γυρίζοντας προς τον νεαρό χαμογέλασε φιλικά και του άπλωσε το χέρι: " Χαίρω πολύ είμαι η Χριστίνα. Μήπως έχεις κάποιο τηλέφωνο επάνω σου;"

Τα μελιά μάτια στρογγύλεψαν από απορία: " Τηλέφωνο; Τι είναι αυτό;"

Ο Αλέξης ήταν αυτός που απάντησε: " Τρόπος επικοινωνίας στην γη."

"Αααα." Ο Άρης έδειξε να καταλαβαίνει και μετά μίλησε θυμωμένος: "Είδες τόσο διαφορετικά πράγματα, θα έπρεπε να με πάρεις και εμένα μαζί σου."

Ο Αλέξης αγνοώντας τον στράφηκε προς την Χριστίνα: " Σου εξήγησα οτι δεν βρισκόμαστε πια στην γη. Περάσαμε μέσα από την πύλη, όταν πέσαμε στο ποτάμι και τώρα βρισκόμαστε στην γαία."

Η Χριστίνα τον κοίταξε με το πλάι του ματιού της αγανακτισμένη και μετά κοίταξε όλους τους υπόλοιπους γύρω της που τον άκουγαν σα να μιλούσε απόλυτα φυσιολογικά. Τι στο καλό; Είχαν πάθει ομαδική παράκρουση; Μήπως είχε πέσει πάνω σε κάποια περίεργη σέκτα που ζούσε αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, διατηρώντας  συνήθειες του παρελθόντος και τι σχέση είχε η ίδια με αυτούς τους ανθρώπους γιατί απ'ότι φαινόταν είχε κάποια σχέση μαζί τους.


Όσο πλησίαζαν στην άκρη του δάσους τα δέντρα αραίωναν ώσπου στο τέλος έφτασαν σε ένα ύψωμα που μπορούσαν να δουν καθαρά το τοπίο μπροστά τους.

Η Χριστίνα έμεινε να κοιτάζει εντυπωσιασμένη την λουσμένη από τον πρωινό ήλιο πεδιάδα που απλωνόταν μπροστά της. Στο κέντρο της υψωνόταν  ένα πανύψηλο πέτρινο τείχος που δεν μπορούσε να δει το τέλος του.



ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα