Κεφάλαιο 11

1.4K 206 7
                                    

Η Χριστίνα κοίταξε ξαφνιασμένη τα κατάμαυρα μάτια, που έμοιαζαν με τη νύχτα και κάτι αναδύθηκε μέσα από την μνήμη της.

Ένα αγόρι γύρω στα δέκα και εκείνη που θα πρέπει να ήταν γύρω στα έξι, παίζανε σε έναν μεγάλο κήπο. Ήταν το ίδιο αγοράκι που είχε δει να της συστήνεται σαν Αλέξης. Γύρω τους δεν υπήρχε κανείς άλλος. Ξαφνικά τα μάτια του αγοριού κοίταξαν με τρόμο κάπου πίσω της και εκείνη στράφηκε να δει τι ήταν εκείνο που τον τρόμαξε.

Ένας τεράστιος λύκος προχωρούσε αργά προς το μέρος τους δείχνοντάς τους τα δόντια του.

"Αυγή, τρέχα! " Είπε το αγοράκι και την έπιασε από το χέρι για να την τραβήξει μαζί του, καθώς άρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη προς τα πετρόχτιστα σπίτια που βρισκόταν λίγο πιο μακριά. Η Αυγή τον ακολουθούσε κλαίγοντας και τσιρίζοντας με όλη της την δύναμη όμως ο λύκος ήταν πιο γρήγορος. Με δύο δρασκελιές μπήκε μπροστά τους και ήταν έτοιμος να τους ορμήσει. Τα μάτια του ζώου κοίταζαν μόνο την Αυγή. Ο μικρός φίλος της, την στιγμή που ο λύκος ορμούσε, έσπρωξε την Αυγή. Εκείνη έπεσε στο πλάι και έμεινε να κοιτάζει τον λύκο να παλεύει με τον μικρό Αλέξη.

Είδε τον φίλο της να κρατάει στο χέρι του ένα μαχαίρι που είχε πάντα στην  ζώνη του και να το καρφώνει στο στήθος του ζώου. Σε μια τελευταία προσπάθεια να αμυνθεί, εκείνο χτύπησε το σώμα του παιδιού με τα νύχια του στην δεξιά πλευρά του στήθους και μετά έπεσε.

Η Αυγή έμεινε να κοιτάζει με τρόμο τον φίλο της να πέφτει στο έδαφος αναίσθητος. Ο κόσμος που είχε ακούσει τις φωνές άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους. Το ντύσιμο όλων ήταν περίεργο σαν να ερχόταν από άλλες εποχές.  Ο λύκος ήταν πια ακίνητος και η Αυγή έτρεξε κοντά στον μικρό Αλέξη. Τα ρούχα του στην δεξιά πλευρά του στήθους του από τον ώμο του ήταν κομματιασμένα και το λευκό του πουλόβερ ήταν κατακόκκινο.

Ο φίλος της άνοιξε τα κατάμαυρα μάτια του: " Αυγή, μην φοβάσαι, πέρασε." Της είπε και μετά έχασε τις αισθήσεις του.

Οι άνθρωποι που έφτασαν κοντά τους πήραν αμέσως το παιδί στην αγκαλιά τους και άρχισαν να τρέχουν προς το χωριό.


Η Χριστίνα κούνησε το κεφάλι της. Το χέρι της απλώθηκε και πάλι διστακτικά και χάιδεψε το σημάδι των νυχιών που ξεκινούσε από τον ώμο του : " Γνωριζόμασταν από παιδιά έτσι δεν είναι;"

Κάτι στο βλέμμα του άλλαξε. Έγινε τρυφερό: " Ναι. Ουσιαστικά μεγαλώσαμε μαζί ως την στιγμή που χάθηκες. Θυμήθηκες;"

"Όχι αλλά κάπου κάπου ξεπηδάνε στο μυαλό μου σκηνές, που δεν ξέρω καν αν είναι πραγματικές αναμνήσεις ή όνειρα. Υποθέτω οτι κάποιες είναι πραγματικές αναμνήσεις."

Η Χριστίνα κοίταξε γύρω της. Παντού υπήρχε δάσος με θεόρατα δέντρα, που δεν ήξερε καν οτι υπήρχαν. Παρότι ο ήλιος είχε βγει το δάσος ήταν σκοτεινό : " Που είμαστε; Γιατί βγήκαμε τόσο μακριά από την πόλη;"

Το βλέμμα του Αλέξη σκοτείνιασε : "Αυγή, δεν είμαστε στην πόλη για την ακρίβεια δεν είμαστε καν στην γη. Έχουμε επιστρέψει στην Γαία."

 Εκείνη απομακρύνθηκε από κοντά του αγνοώντας το γεγονός οτι έτσι εξέθετε μεγαλύτερο μέρος του γυμνού σώματός της στα μάτια του: " Τι λες; Ακόμη επιμένεις σε αυτά τα παραμύθια; Και μην με λες Αυγή. Πλέον είμαι η Χριστίνα."

"Αργά ή γρήγορα θα το ανακαλύψεις μόνη σου οτι δεν είσαι πλέον στην γη." Το βλέμμα του σταμάτησε στο γυμνό της στήθος και πήρε μια βαθιά ανάσα: " Καλύτερα να ντυθείς."

Η Χριστίνα που εκείνη την στιγμή κατάλαβε οτι εκείνος μπορούσε να δει τα πάντα έβαλε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της : " Που είναι τα ρούχα μου;"

"Περίμενε θα σου τα φέρω. " Εκείνος άπλωσε το χέρι του και έπιασε από πίσω του το παντελόνι του. Μετά την έβαλε να καθίσει στο έδαφος δίπλα του καλυμμένη, με το δερμάτινο πανωφόρι να καλύπτει μόνο τα επίμαχα σημεία του δικού του σώματος.

Η Χριστίνα έμεινε να κοιτάζει εντυπωσιασμένη το γεμάτο μυς σώμα του καθώς φορούσε το παντελόνι του. Ο Αλέξης σηκώθηκε και κατευθύνθηκε λίγο πιο πέρα που τα ρούχα της ήταν απλωμένα πάνω σε κάτι θάμνους. Όταν την πλησίασε κρατώντας τα της είπε: " Είναι υγρά αλλά κάνε υπομονή. Σε λίγο θα έρθουν να μας πάρουν και θα αλλάξεις. Ενώ εκείνη ντυνόταν κάτω από το πανωφόρι του εκείνος έβαζε την μαύρη του πουκαμίσα.

Όταν ντύθηκαν εκείνη στράφηκε προς το μέρος του: " Και τώρα;" Τα υγρά της ρούχα την έκαναν να ανατριχιάσει.

Ο Αλέξης ξεκίνησε να περπατάει : " Ακολούθησέ με. "

" Νομίζω οτι πρέπει να βγούμε στον πολιτισμό και να πάρουμε κανένα τηλέφωνο για να έρθουν να μας πάρουν. Πρέπει να μιλήσουμε και στην αστυνομία για αυτούς τους λύκους." Είπε εκείνη καθώς κοίταζε το έδαφος προσέχοντας το που θα πατήσει.

Εκείνος σταμάτησε απότομα  και στράφηκε προς το μέρος της θυμωμένος, κάνοντάς την να πέσει επάνω του : " Πρέπει να το πάρεις απόφαση οτι δεν είσαι πλέον στην γη. Δεν είσαι καν από την Γη. Επέστρεψες στο μέρος σου. Είσαι από την Γαία. Στην Γη βρέθηκες κατά λάθος."

Η Χριστίνα που συνέχισε να μην πιστεύει τα περί εξωγήινης καταγωγής της, σκέφτηκε οτι μάλλον ο παιδικός της φίλος κάπου στην πορεία το είχε χάσει. Κρίμα!!






ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα