Κεφάλαιο 10

1.4K 198 3
                                    

Η Χριστίνα καθώς βυθιζόταν στα παγωμένα νερά σκεφτόταν οτι όλα θα τελείωναν εκεί για την ίδια. Όμως το ένστικτο της επιβίωσης δεν την άφησε να παραιτηθεί και προσπάθησε με σπασμωδικές κινήσεις να ανεβεί στην επιφάνεια για να πάρει ανάσα. Αντίθετα αισθάνθηκε μια δύναμη να την τραβάει στον βυθό  ενώ ταυτόχρονα όλα γύρω της άρχισαν να κινούνται αργά σα να είχαν μπει σε αργή κίνηση ώσπου στο τέλος από την έλλειψη οξυγόνου, έχασε τις αισθήσεις της.


Η μεγάλη γυναίκα με την γούνα και το ραβδί εμφανίστηκε και πάλι μπροστά της. Στο φως του ήλιου τα μάτια της ήταν τόσο ανοιχτά γαλάζια  που πλησίαζαν το λευκό. Οι δυο τους βρισκόταν σε μια σπηλιά που τα εσωτερικά της τοιχώματα ήταν ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα.

"Αυγή, πρέπει να είσαι δυνατή. Από εδώ και πέρα είσαι μόνη σου. Δεν μπορείς να στηριχτείς σε κανέναν άλλο παρά μόνο στον εαυτό σου γι αυτό τον λόγο πρέπει να ακολουθήσεις τις συμβουλές μου ώστε να αποκτήσεις ικανότητες που θα σε βοηθήσουν να επιβιώσεις." Η βραχνή φωνή της γυναίκας είχε κάτι το απόκοσμο.

Εκείνη κοίταξε την γυναίκα με ανάμεικτα αισθήματα . Ήξερε οτι την έσωσε αλλά την φοβόταν κιόλας.

"Κατάλαβες τι σου είπα;"

Η Αυγή κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και μίλησε : " Πως σε λένε;" Η Χριστίνα άκουσε για πρώτη φορά την παιδική φωνή που φαινόταν να βγαίνει από την ίδια.

"Ορόρα. " 

"Η μαμά μου που είναι;"

" Δεν ξέρω που βρίσκεται αυτή την στιγμή." Είπε ξερά η Ορόρα.

Η Αυγή κοίταξε γύρω της τις ζωγραφιές. Κάτι πάνω τους την έκανε να ανατριχιάσει. Δεν ήταν απλές ζωγραφιές. Είχαν μέσα τους μια ενέργεια που την αισθανόταν να εισχωρεί σε κάθε κύτταρό της.

Τα περίεργα σύμβολα όσο τα κοίταζε έμοιαζαν να ζωντανεύουν και να κινούνται αργά, ξεκολλώντας από τα βράχια.

Η φωνή της Ορόρα την ανάγκασε να τραβήξει τα μάτια της από τις ζωγραφιές.

"Από εδώ και πέρα εδώ θα είναι το σπίτι σου. Μην ανησυχείς, είναι ιερός χώρος και οι λύκοι δεν μπορούν να τον βρουν. Περίμενε εδώ. Πάω να ψάξω την μητέρα σου. Μην βγεις από την σπηλιά γιατί τότε οι λύκοι θα σε βρουν αμέσως. Το φυλαχτό εχει χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής του." Τα τελευταία λόγια τα είπε κοιτάζοντας τα δύο φτερά με τα διαμάντια που φορούσε η Αυγή στον λαιμό της.  Μετά η γυναίκα προχώρησε αργά προς την έξοδο της σπηλιάς και χάθηκε στο λιγοστό φως της συννεφιασμένης μέρας.

Η Αυγή κάθισε φοβισμένη σε μια μεγάλη πέτρα και κοίταξε γύρω της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να περιμένει αυτή την περίεργη γυναίκα να φέρει την μητέρα της.


Η Χριστίνα άνοιξε αργά τα μάτια της. Ο ουρανός πάνω της ήταν γεμάτος αστέρια .  Αμέσως αισθάνθηκε το κρύο και άρχισε να τρέμει. Ανασηκώθηκε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα της. Ο μαύρος λύκος δεν φαινόταν πουθενά αλλά όταν κοίταξε γύρω της κατάλαβε οτι και η ίδια δεν βρισκόταν στο σημείο που βρισκόταν πριν πέσει στο νερό. Γύρω της επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι αλλά στο φως των αστεριών και του ουρανού μπορούσε να διακρίνει οτι βρισκόταν σε ένα δάσος  και το μόνο που μπορούσε να ακούσει εκτός από το κελλάρυσμα του νερού του ποταμού ήταν κρωξίματα κάποιων νυκτόβιων πουλιών. Τι είχε συμβεί την είχε παρασύρει το ποτάμι ; Αν ναι που την είχε βγάλει; Απ'ότι ήξερε δεν υπήρχε κανένα δάσος στην πορεία του.

Με μεγάλη προσπάθεια σηκώθηκε όρθια παραπατώντας στις μεγάλες κροκάλες. Τώρα το σώμα της έτρεμε ανεξέλεγκτα. Βγήκε στην άκρη που υπήρχαν καλαμιές που κινούνταν αργά στο ελαφρύ φύσημα του αέρα.

Περνώντας μέσα από τα φυτά μικρές γαλάζιες πυγολαμπίδες σηκώνονταν ενοχλημένες δημιουργώντας μικρές εκρήξεις φωτός γύρω της. Η Χριστίνα έφτασε στην άκρη και έπεσε αποκαμωμένη στο στεγνό έδαφος. Τώρα το σώμα της έτρεμε από το κρύο. Κουλουριάστηκε αγκαλιάζοντας τα γόνατά της και βυθίστηκε σε λήθαργο.


Όταν η Χριστίνα άρχισε να συνέρχεται  σκέφτηκε οτι το όνειρο που είχε δει ήταν πολύ ζωντανό. Προσπάθησε να κουνηθεί αλλά αισθάνθηκε δυο χέρια να την κρατούν σφιχτά ενώ το γυμνό της σώμα ακουμπούσε σε ένα άλλο ζεστό γυμνό σώμα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα για να βρεθεί να κοιτάζει το προφίλ του κοιμισμένου Αλέξη. Οι δυο τους βρισκόταν στην εσοχή που έκαναν κάποια βράχια  και εκείνος την κρατούσε επάνω του, ενώ το δικό του σώμα ακουμπούσε στα βρεγμένα ρούχα που είχε ρίξει πάνω στις παγωμένες πέτρες. Πάνω της είχε ρίξει το πανωφόρι του που επειδή ήταν δερμάτινο αν και βρεγμένο κρατούσε κάποια μόνωση από κρύο. Ο ουρανός είχε αρχίσει να φέγγει.

Η Χριστίνα κατάλαβε οτι εκείνος την είχε βρει παγωμένη και έκανε το καλύτερο που μπορούσε δεδομένων των συνθηκών για να την ζεστάνει. Τον παρατήρησε. Το χαλαρωμένο πρόσωπό του έδειχνε νεότερο. Το βλέμμα της τράβηξαν τρια μακριά σημάδια στην δεξιά πλευρά του στήθους του. Φαινόταν απομεινάρια κάποιου βαθιού τραύματος από την πάλη με κάποιο άγριο ζώο. Ασυναίσθητα άπλωσε το δάχτυλό της και χάιδεψε το ανώμαλο δέρμα.

Τα μάτια του Αλέξη άνοιξαν.









ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα