Κεφάλαιο 7

1.6K 224 3
                                    


Η Χριστίνα  πήρε σεντόνια και κουβέρτες από την ντουλάπα της και βγήκε στο σαλόνι. Τα ακούμπησε στον καναπέ γυρνώντας προς το μέρος του  Αλέξη: " Μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτά  για να κοιμηθείς." Του έδειξε  και μια μεγάλη πετσέτα: " Μπορείς να κάνεις μπάνιο. Ζεστό νερό υπάρχει. Όμως ... δεν έχω ρούχα να σου δώσω."

Τα μάτια του την παρακολουθούσαν συνεχώς: " Ευχαριστώ."

Η Χριστίνα πριν φύγει για το δωμάτιό της γύρισε προς το μέρος του και τον ρώτησε: " Σύμφωνα με αυτά που μου είπες υπάρχει ένα χρονικό κενό από τα δώδεκα μέχρι τα είκοσι που έχασα την μνήμη μου."

Ένα σύννεφο σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο τα μάτια του: " Δεν ξέρουμε που βρισκόσουν."

"Η μητέρα μου;" Μίλησε με δυσκολία, σα να μην πίστευε την ιστορία που άκουγε.

" Ακόμη δεν γνωρίζουμε τι της συνέβη. Δεν μπορέσαμε να την βρούμε από εκείνη την ημέρα. Ελπίζαμε ότι θα σας βρίσκαμε μαζί. "

Προβληματισμένη μπήκε στην κρεβατοκάμαρά της και έκλεισε την πόρτα πίσω της.


Η Χριστίνα αισθανόταν κουρασμένη  και παγωμένη. Κατάφερε να κολυμπήσει μέχρι την άκρη του ποταμιού αλλά έτρεμε ολόκληρη. Κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν και πάλι στο όνειρό της και το ήξερε. Όλα ήταν ήσυχα. Οι λύκοι δεν την είχαν ακολουθήσει. Από πάνω της στον ουρανό τα αστέρια δεν φαινόταν αλλά υπήρχε αρκετό φως για να βλέπει μέσα στην νύχτα. Ο μόνος ήχος που άκουγε ήταν το απαλό γουργούρισμα του νερού, καθώς κυλούσε και η λαχανιασμένη ανάσα της καθώς μπουσουλώντας, προσπαθούσε να βγει στην άκρη. Αισθανόταν τις μεγάλες πέτρες να της γδέρνουν τα γόνατα και τις παλάμες της αλλά έφτασε στην άκρη και γύρισε αποκαμωμένη να ξαπλώσει. Το κρύο είχε φτάσει μέχρι τα κόκκαλά της  και έτρεμε.

Αραγε τι να είχε συμβεί στην γυναίκα; Ήταν η μητέρα της, αυτή η γυναίκα ;

Ένα σύρσιμο ακούστηκε στους θάμνους πίσω της και τρομαγμένη σηκώθηκε και προσπάθησε να βρει ένα σημείο να κρυφτεί. Ότι ήταν αυτό που κινούνταν, πλησίαζε προς το μέρος της. Βρήκε έναν θάμνο με πυκνά κλαδιά που ήταν σχεδόν βυθισμένος στο  νερό. Η Χριστίνα πήγε και κρύφτηκε πίσω του. Κρατώντας την ανάσα της, κοίταξε με ένταση προς τα εκεί που ακουγόταν ο θόρυβος.

Ξαφνιάστηκε όταν ανάμεσα από τους θάμνους εμφανίστηκε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Το δέρμα της ήταν ζαρωμένο από την ηλικία και αν έκρινε από το σκούρο χρώμα της και από την έκθεση στον ήλιο. Στο μέτωπό της είχε μια μεγάλη λευκή βούλα, σημάδι των ανθρώπων με μεγάλες πνευματικές δυνάμεις  που είχαν αποφασίσει να ζήσουν μόνοι τους μακριά από τις οργανωμένες κοινωνίες. Τα λευκά μαλλιά της τα είχε όλα τραβηγμένα πίσω και έτσι το οστεώδες πρόσωπό της φαινόταν πολύ καθαρά.

Ήταν ψηλή και πολύ αδύναη και το σώμα της ήταν καλυμμένο από μια μακριά γούνα και στο χέρι της κρατούσε ένα μακρύ ραβδί που την ξεπερνούσε σε ύψος και στην άκρη του κρεμόταν κάποια αντικείμενα τα οποία κουδούνιζαν απαλά σε κάθε της κίνηση. Η γυναίκα περπατούσε ξυπόλητη.

Η γυναίκα έστρεψε τα φωσφορούχα γαλάζια μάτια της προς το μέρος της Χριστίνας σα να μπορούσε να την δει. Έκλεισε τα μάτια της και όταν τα άνοιξε ήταν κανονικά: " Αυγή, βγες. Μην φοβάσαι. Είμαι η δασκάλα της μητέρας σου. Εκείνη μου ζήτησε να έρθω να σε βρω."

Η Χριστίνα δεν κουνήθηκε. Φοβόταν. Τελικά ο Αλέξης είχε δίκιο. Το όνομά της ήταν Αυγή και η γυναίκα ήταν η μητέρα της. Όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω της δεν ήταν τίποτα άλλο από απόπειρες του υποσυνείδητού της να επαναφέρει τις αναμνήσεις της.

Ξαφνικά η Χριστίνα σταμάτησε να είναι το πρώτο πρόσωπο και άρχισε να βλέπει σαν απλός θεατής αυτό που συνέβαινε μπροστά της. Είδε ένα κορίτσι περίπου στα δώδεκα, με τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά από τρόμο να κοιτάζει κρυμμένο την μεγάλη γυναίκα.

Η γυναίκα την πλησίασε αργά μιλώντας απαλά: " Αυγή, κάνει πολύ κρύο. Έλα κορίτσι μου, πρέπει να φύγουμε. "

Όταν η γυναίκα έφτασε ένα βήμα μακριά της συνέχισε να μιλάει: " Σε λίγο θα έρθουν οι λύκοι. Πρέπει να φύγουμε αμέσως από εδώ."

Η Χριστίνα είδε το παιδί μπροστά της να βγαίνει αργά από την κρυψώνα του τρέμοντας. Η γυναίκα άνοιξε αμέσως την γούνα μπροστά της και την αγκάλιασε με εκείνη για να την ζεστάνει.

Το τρέξιμο ζώων στο δάσος πίσω τους έκανε την γυναίκα να ισιώσει το σώμα της. Κάπου μέσα από τα ρούχα της έβγαλε ένα δερμάτινο σακουλάκι.

"Αυτό θα τους μπερδέψει για λίγο." είπε και πέταξε στον αέρα  την σκόνη που βρισκόταν στο σακουλάκι. Καθώς έτρεχαν μέσα στο δάσος, συνέχισε να την σκορπίζει πίσω τους.

Πήραν έναν δρόμο που οδηγούσε πάνω στο βουνό. Καθώς σκαρφάλωναν πάνω στα βράχια, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου δραπέτευσαν ανάμεσα από κάποια κενά που είχαν αφήσει τα σύννεφα. Η Χριστίνα περιεργάστηκε το τοπίο. Αισθάνθηκε σα να έβλεπε μια γνώριμη εικόνα. Όλα έμοιαζαν οικεία.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα