Κεφάλαιο 6

1.7K 217 3
                                    

Η Χριστίνα μαζί με τον Αλέξη μπήκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Εκείνος κοίταζε γύρω του εντυπωσιασμένος. Έδειχνε σαν όλα να ήταν καινούρια για εκείνον.

Η Χριστίνα μπήκε στο ασανσέρ και ο Αλέξης μετά από λίγα δευτερόλεπτα δισταγμού την ακολούθησε συνεχίζοντας να κοιτάζει γύρω του αυτή την φορά επιφυλακτικά. Εκείνη τον περιεργαζόταν εντυπωσιασμένη. Στο σκοτάδι  της γέφυρας και ενώ οδηγούσε δεν μπορούσε να διακρίνει τα αδρά χαρακτηριστικά του.

Τα μαύρα σαν τη νύχτα μάτια του γυάλιζαν από εξυπνάδα. Τα χείλη του ήταν σαρκώδη και το κάτω ελαφρώς πιο παχύ από το επάνω. Η μύτη του ήταν  λεπτή με ένα μικρό κοκκαλάκι στην γέφυρα. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και τα είχε πιασμένα κοτσίδα. Είχε φαρδιές πλάτες και τα δάχτυλά των χεριών του ήταν μακριά και λεπτά.Τα πόδια του μέσα από το στενό παντελόνι που φορούσε ήταν γεροδεμένα και μυώδη.

Το ασανσέρ σταμάτησε και η Χριστίνα βγήκε με εκείνον να την ακολουθεί. Ξεκλείδωσε το διαμέρισμά της και μπαίνοντας μέσα άναψε τα φώτα.  Ο Αλέξης κοντοστάθηκε αλλά μετά την ακολούθησε.

"Κάθισε εδώ, έρχομαι." Του έδειξε τον καναπέ του σαλονιού και εκείνη χάθηκε στην κρεβατοκάμαρα.

Πήγε μπροστά στον καθρέφτη της και κοιτάχτηκε. Ήταν αληθινή αυτή η ανάμνηση; Γνώριζε τον Αλέξη από τα παιδικά της χρόνια; Μήπως η μνήμη της άρχισε να επιστρέφει; Και το όνειρό με την γυναίκα που της πέταξε το μενταγιόν; Μήπως ήταν και αυτό ανάμνηση;  Τα μάτια της στράφηκαν στο μενταγιόν. Όντως την προστάτευε από αυτά τα πλάσματα;

Όλα όσα ζούσε εκείνη την μέρα ήταν μια τρέλα αλλά πάλι απ'όσο θυμόταν τον εαυτό της ποτέ δεν έζησε φυσιολογικά σαν τους άλλους ανθρώπους. Αναστέναξε και βγήκε στο σαλόνι.

Ο Αλέξης στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του μπροστά στην μπαλκονόπορτα και κοίταζε τα φώτα της πόλης.Φαινόταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

"Ο κόσμος που ζεις έχει πολλά θαύματα." Είπε σα να μονολογούσε.

Η Χριστίνα που νόμιζε οτι δεν την είχε καταλάβει τινάχτηκε ξαφνιασμένη και εκείνος γύρισε προς το μέρος της.

"Ο κόσμος που ζω;... Εσύ είσαι από άλλο κόσμο;"

Εκείνος την κοίταξε για λίγο αινιγματικά και μετά είπε: " Θα μπορέσεις να με φιλοξενήσεις για λίγο; Δεν γνωρίζω κανέναν άλλο εδώ."

"Κοίτα, δεν ξέρω τίποτα για εσένα. Πως θα μπορούσα να σε φιλοξενήσω;"

"Και όμως με ξέρεις. Γνωριζόμαστε από παιδιά."

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα