Την κοιτάζει στο σκοτάδι. Ο απογευματινός ήλιος έχει κρυφτεί πίσω απο γκρι σύννεφα. Όλα γκρι φαντάζουν όλες τις ώρες της ημέρας. Είναι σαν να εξαφανίστηκαν τα χρώματα σ'αυτό το μέρος.

"Είσαι ακόμη?" επιμένει και ο ίδιος..δεν τον ενδιαφέρει..δεν θα άλλαζε κάτι..για εκείνον κατέστρεψε τα πάντα..ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό..απλά..

Σηκώνεται πάνω η Χαρά..περπατά αργά προς εκείνον..τον πλησιάζει τόσο πολύ που μυρίζει το τσιγάρο στα ρούχα του μπερδεμένο με την μυρωδιά του σώματος του.

Είναι ψηλός πολύ. Σχεδόν λυγίζει το κεφάλι της προς τα πίσω για να κοιτάξει τα μάτια του.

Χωρίς να το θέλει η εικόνα με τα ζευγαρωμένα ελάφια ξεπετάγεται στο νου της. Σκύβει το κεφάλι της χαμηλά. Κι έπειτα κοιτά το χιόνι.

"Σου είπα ..πως είμαι ερωτευμένη μαζί σου" 

Τον ακούει να γελά. Αλλά καθώς εκείνη στέκεται σοβαρή απέναντι του το γέλιο του αποδυναμώνεται. 

Σοβαρεύει κι εκείνος. 

Γυρνά την πλάτη του και φεύγει.



Αργά το βράδυ νιώθει πως πεινάει πολύ..αν δεν φάει θα λιποθυμίσει..φοράει με κόπο τις φόρμες της και κατεβαίνει κάτω..το τζάκι έχει σβήσει, μια μυρωδιά καπνού και αλκοόλ πλανάται στον αέρα. Πηγαίνει στην κουζίνα , παίρνει μια φέτα ψωμί , λίγο τυρί και κάθεται στωικά και τα μασάει μέσα στο σκοτάδι. Ίσα για να κρατηθεί ζωντανή. Πρέπει να φάει.

Καταπίνει με κόπο την κάθε μπουκιά, πίνει νερό και ακουμπά το ποτήρι της επιδεικτικά ακατάστατα πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Το κοιτάει για λίγο αναποφάσιστα και το βάζει μέσα στο πλυντήριο πιάτων.

Περνά απο το καθιστικό , τα βήματα της αβέβαια, νιώθει αδύναμη πολύ.

Καθώς περνά μπροστά απο το δωμάτιο τους σταματά. Αγγίζει με το χέρι της την ξύλινη επιφάνεια της πόρτας. Και τότε τους ακούει. Πρώτα εκείνη κι έπειτα εκείνον. Τραβά το χέρι της γρήγορα, σαν να το είχε ακουμπήσει πάνω σε καυτή επιφάνεια.

Κοιτά αμήχανα την πόρτα, ξεροκαταπίνει και δυο μπουνιές τα χέρια της σχηματίζουν. 

Πηγαίνει στο δωμάτιο της. Κλείνει την πόρτα της. Γυρνά το κλειδί και την κλειδώνει δυο φορές.

Κάθεται στο κρεβάτι της. Τους ακούει. Βάζει το κεφάλι κάτω απο το μαξιλάρι. Δοκιμάζει να πει ένα σαχλό τραγούδι, όταν σηκώνεται πάνω σχεδόν τρέχοντας. Ξεκλειδώνει την πόρτα, την ανοίγει διάπλατα . Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού.

Οι νιφάδες πέφτουν τόσο αργά που δυσκολεύεται να δει αν πράγματι χιονίζει.

Χιονίζει? Σμίγει τα φρύδια της, ζαρώνει τα μάτια της για να δει καλύτερα.

Ο θόρυβος σταμάτησε.

Σηκώνεται πάνω και πλησιάζει το τζάμι . Αγγίζει με το μέτωπο της την κρύα επιφάνεια. Σχεδόν την ανακουφίζει.


Δεν ξέρει πόση ώρα στέκεται εκεί όρθια..όταν νιώθει ξαφνικά δυο χέρια να την αρπάζουν απο πίσω. Η ανάσα της κόβεται απο έκπληξη . Αλλά αναγνωρίζει την μυρωδιά του.

Νιώθει το πρόσωπο του να σκύβει απο πίσω της. Νιώθει το μάγουλο του στο λαιμό της.

"Τι..τι κάνεις?" του λέει και προσπαθεί να γυρίσει αλλά την έχει ακινητοποιήσει στην αγκαλιά του.

"Ξέρεις" .

Μην μιλάςWhere stories live. Discover now