Χωρίς να το καταλάβει τα μάτια της σιγά σιγά έκλεισαν από την κούραση όμως τα ξαναάνοιξε τρομαγμένη όταν άκουσε τα ουρλιαχτά μιας γυναίκας. Βρισκόταν κάπου κοντά της. Η Χριστίνα κοίταξε γύρω της... Δεν ήταν πια στο σπίτι της, Όμως που ήταν;

Γύρω της υπήρχαν θεόρατα δέντρα. Έπρεπε να στραβώσει το λαιμό της για να δει το σημείο που άρχιζαν τα κλαδιά τους. Ανάμεσα από το φύλλωμά τους, μπορούσε να δει οτι ήταν νύχτα αν και υπήρχε γύρω της ένα περίεργο φως.

Η Χριστίνα ήταν καθισμένη στο έδαφος και ακουμπούσε στον κορμό ενός δέντρου. Τα ρούχα της ήταν μούσκεμα  και κολλούσαν επάνω της. Σηκώθηκε όρθια. Η ομίχλη που αγκάλιαζε τα πάντα γύρω της έδινε στο τοπίο μια απόκοσμη ατμόσφαιρα.

Μπροστά την μέσα στην ομίχλη μπόρεσε να διακρίνει μια γυναίκα παγιδευμένη ανάμεσα σε κάτι πλάσματα σαν μεγάλους λύκους . Τα πλάσματα κινούνταν γύρω από την γυναίκα γρυλλίζοντας και δείχνοντας τα δόντια τους ενώ στον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους ακουγόταν κρωξίματα από πουλιά που και εκείνα έδειχναν να κάνουν κύκλους. Όλα αυτά τα ζώα έμοιαζαν να έχουν  για θήραμά τους την γυναίκα.

Εκείνη που δεν ήταν πολύ ψηλή έμοιαζε απελπισμένη όταν κοίταξε προς το μέρος της Χριστίνας και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.

Η Χριστίνα μπόρεσε να διακρίνει τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα αστραφτερά πράσινα μάτια της. Κάποιου είδους κόσμημα που στόλιζε το μέτωπό της λαμπύριζε σε κάθε της κίνηση. Φορούσε ένα λευκό μακρύ φόρεμα και από επάνω ένα δερμάτινο μακρύ γιλέκο με κρόσια.

Η Χριστίνα έκπληκτη είδε τις ακτίνες φωτός που έβγαιναν από ένα μενταγιόν στο στήθος της γυναίκας. Οι ακτίνες έβγαιναν από τα έξι διαμάντια που είχε πάνω του το μενταγιόν και φαινόταν να είναι ο λόγος που δεν της επιτίθονταν τα άγρια ζώα γύρω της.


Δυνατές φωνές αντρών που ολοένα και πλησίαζαν έφτασαν στα αυτιά της Χριστίνας και εκείνη προσπάθησε να βρει ένα σημείο για να κρυφτεί. Κινήθηκε με απαλές κινήσεις για να μην τραβήξει την προσοχή των ζώων αλλά και πάλι σταμάτησε και κοίταξε την γυναίκα. Δεν μπορούσε να κρυφτεί και να την αφήσει μόνη της και αβοήθητη.

Η γυναίκα βλέποντας την να διστάζει άρπαξε το μενταγιόν από τον λαιμό της κόβοντας την αλυσίδα και το πέταξε με δύναμη προς το μέρος της : "Φύγε!" της φώναξε.Την στιγμή που το μενταγιόν έφυγε από τα χέρια της γυναίκας σταμάτησε να ακτινοβολεί.

Η Χριστίνα άπλωσε το χέρι της και έπιασε στον αέρα το μενταγιόν σαστισμένη και αμέσως από εκείνο άρχισαν και πάλι να βγαίνουν ακτίνες. Κάτι σαν ανακούφιση φάνηκε στο πρόσωπο της γυναίκας που έβγαλε από την ζώνη της ένα μικρό μαχαίρι.

Η Χριστίνα αισθάνθηκε την ανάγκη να τρέξει κοντά της για να  την προστατεύσει από τα θηρία γύρω της αλλά τα πόδια της ήταν μουδιασμένα. Όταν κάποιοι από τους λύκους στράφηκαν προς το μέρος της Χριστίνας  ένα αμυδρό καθησυχαστικό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της γυναίκας που αμέσως πίεσε την κοφτερή λεπίδα στο χέρι της. Ένα μικρό ρυάκι από αίμα άρχισε να τρέχει στο καρπό της που ανακατεμένο με την βροχή έσταξε στο έδαφος.

Οι λύκοι σε κατάσταση αμόκ από την μυρωδιά του αίματος όρμησαν στην γυναίκα. Η Χριστίνα χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει  την κραυγή τρόμου άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που βρισκόταν η γυναίκα. Τρέχοντας ανάμεσα από τα ψηλά δέντρα αναρωτιόταν που στο διάολο βρισκόταν και τι ήταν αυτό που ζούσε.

Το πόδι της σκόνταψε σε μια χοντρή ρίζα που προεξείχε από το έδαφος και άρχισε να κατρακυλάει σε μια πλαγιά παρασύροντας χώμα και  ξερά φύλλα ώσπου στο τέλος έπεσε στα σκοτεινά νερά ενός ποταμού.

Η Χριστίνα τινάχτηκε την στιγμή που το σώμα της ακούμπησε τα παγωμένα νερά και άνοιξε τρομαγμένη τα μάτια της. Ανακουφισμένη είδε γύρω της την γνώριμη εικόνα του σαλονιού της.

'Ήταν μόνο ένας εφιάλτης.' Μονολόγησε. Ο αδύναμος χειμωνιάτικος πρωινός ήλιος δραπετεύοντας από τα σύννεφα έμπαινε ήδη στο δωμάτιό της. Αναστέναξε ανακουφισμένη αφού άλλη μια νύχτα είχε περάσει.






ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα