Κεφάλαιο 15

Comincia dall'inizio
                                    

  Ψάχνω με το μυαλό μου για απαντήσεις, επιθυμώντας όσο τίποτα να μάθω τι στο καλό συνέβη, κι αν όλα αυτά με τη Μέτοικο ήταν πραγματικότητα κι όχι ένα ακόμη αποκύημα της υπέρτατης φαντασίας μου. Ωστόσο όσο περισσότερο προσπαθώ να θυμηθώ, τόσο πιο πολύ νομίζω πως ξεχνάω. Ήταν πράγματι Μέτοικος; Τι συνέβη όταν έχασα τις αισθήσεις μου; Που βρισκόμουν πριν έρθω εδώ; Τόσες πολλές ερωτήσεις έρχονται στο μυαλό μου σε κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, λες και οι αναμνήσεις μου σβήνουν μια-μια αφήνοντας ερωτιματικά.

  Κουνάω το κεφάλι για να αποδιώξω όλες τις σκέψεις που με βασανίζουν και κοιτάζω πάλι τριγύρω, αυτή τη φορά πιο προσεκτικά σε περίπτωση πως δεν πρόσεξα κάτι. Πράγματι, εντοπίζω ένα κινητό στο κομοδίνο που είναι τοποθετημένο δίπλα απ’ το κρεβάτι. Το παίρνω στα χέρια μου και το επεξεργάζομαι λίγο πριν το ανοίξω. Είναι άραγε για εμένα ή μήπως ανήκει σε κάποιον άλλο; Αγνοώ την ερώτηση και ψάχνω τις κλήσεις και τα μηνύματα. Όλες είναι προς μια επαφή, “μητέρα”. Επομένως το κινητό έχει ιδιοκτήτη. Σβήνω την οθόνη και το αφήνω πίσω στη θέση του.

  Ετοιμάζομαι να σηκωθώ, όταν κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο. Για μια στιγμή μένω ακίνητη, φοβούμενη μήπως είναι εκείνη η άθλια γυναίκα που –χωρίς να είμαι σίγουρη- παραλίγο να με απαγάγει. Ωστόσο μόλις κοιτάζω προς τη πόρτα, κάθε φόβος διαλύεται και ένα αίσθημα χαράς με πλημμυρίζει.

  «Λουκ;». Δεν το πιστεύω. Ο παιδικός μου φίλος, ο μοναδικός μου φίλος, εκείνος που με αγαπάει και με φίλησε λίγο πριν φύγω απ’ το στρατόπεδο του Νερού, στέκεται μπροστά μου. Είναι ακριβώς όπως τον άφησα. Ξανθά, λαμπερά μαλλιά πλαισιώνουν τα φρύδια του, κάτω απ’ τα οποία λάμπουν δύο υπέροχα γαλανά μάτια. Φοράει ένα άσπρο πουκάμισο κι ένα παλιομοδίτικο τζιν παντελόνι ως συνήθως. Τα καλοσχηματισμένα, ροδαλά του χείλη σχηματίζουν ένα πελώριο χαμόγελο καθώς πλησιάζει προς το κρεβάτι.

  «Έμιλυ…» λέει και απλώνει τα χέρια του για να με αγκαλιάσει, αφού πρώτα μου κλείνει το μάτια, κίνηση που κάνει συχνά σε γυναίκες που του αρέσουν. Χώνομαι στην αγκαλιά του και σφραγίζω τα βλέφαρά μου. Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με φιλάει στα μαλλιά.

  «Τι γίνεται;» ρωτάει μόλις αποτραβιέμαι, «πως ήταν η ζωή με τα μέλη της Φωτιάς; Φαντάζομαι όχι και τόσο καλή, αφού κατέλεξες στο νοσοκομείο».

  «Και εμένα μου έλειψες, Λουκ». Το χαμόγελο του πλαταίνει.

  «Ναι, συγγνώμη. Μου έλειψες πάρα πολύ» λέει και μου ανακατεύει τα μαλλιά, κάνοντας με να αντιδράσω, με αποτέλεσμα να μορφάσω απ’ τον πόνο που διατρέχει τα πλευρά μου.

Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: ΈμιλυDove le storie prendono vita. Scoprilo ora