Ανοίγει την πόρτα και ένα βλέμμα έκπληξης σχηματίζεται στο πρόσωπό της.

«Έιπ-»

Αλλά την έχω πάρει ήδη στην αγκαλιά μου. Μου έχει λείψει τόσο πολύ.

Αποτραβιέται όμως γρήγορα και η ανησυχία φαίνεται να πλημμυρίζει στο πρόσωπό της.

«Τι έγινε? Πού ήσουν? Γιατί είσαι-», αρχίζει να λέει αλλά επειδή βλέπει ότι είναι μάταιο να της λύσω τις απορίες αυτή τη στιγμή λέει απλώς: «Περάστε μέσα»

Έτσι ήταν πάντα με την Έμμα. Μπορούσαμε να συνεννοηθούμε χωρίς να μιλάμε.

«Είσαι τόσο τυχερή που η μαμά μου λείπει από το σπίτι αυτή τη στιγμή», λέει πηγαίνοντας στην κουζίνα του σπιτιού της.

Δείχνω στην Λίζι και στον Μικαλάι τον καναπέ και τους παροτρύνω να κάτσουν. Το κάνουν και κάθομαι μετά από λίγο κι εγώ δίπλα στον Μικαλάι. Η Έμμα επιστρέφει από την κουζίνα με μερικά παγάκια και επιδέσμους. Χωρίς να δώσει σημασία στους καινούργιους μου φίλους αρχίζει το κήρυγμα.

«Πού ήσουν τόσο καιρό? Η μαμά σου ανησύχησε τόσο πολύ. Γιατί εγώ? Πήγα να τρελαθώ. Καλά ο Σέιν τα έχει χάσει τελείως. Αν και δεν ξέρω αν οφείλεται στην χυλόπιτα που του έριξες ή στο γεγονός ότι έφυγες. Τώρα έχει γίνει τόσο νευρικός και οξύθυμος. Στο νοσοκομείο τους έχει τρελάνει όλους», λέει αλλά με δυσκολία μπορώ να την παρακολουθήσω. Ο Μικαλάι μου δίνει ένα συμπονετικό βλέμμα και βγάζω το συμπέρασμα ότι τον συμπαθώ.

«Ο Σέιν… στο νοσοκομείο? Δεν καταλαβαίνω», λέω προσπαθώντας να ξεμπλέξω το μυστήριο.

«Θα στα εξηγήσω πιο μετά όλα. Αναλυτικά. Ποιοι είναι οι φίλοι σου?»  ρωτάω, αλλά χωρίς καν να κοιτάξει τον Μικαλάι και την Λίζι. Είναι αποκλειστικά συγκεντρωμένη στα τραύματα του προσώπου μου.

«Έμμα αυτός είναι ο Μικαλάι και αυτή η μικρή του αδερφή, Λίζι», λέω προσπαθώντας να τους συστήσω όσο πιο σωστά μπορώ.

«Χάρηκα», λέει αδιάφορα η Έμμα.

«Εγώ θα χαιρόμουν πιο πολύ αν σήκωνες τα μάτια σου και μας κοιτούσες όταν το έλεγες», λέει μέσα από τα δόντια του ο Μικαλάι , αλλά είμαι σίγουρη ότι η Έμμα τον έχει ακούσει. Αφήνω ένα γέλιο να μου ξεφύγει γιατί ξέρω πολύ καλά την Έμμα. Δεν θα το αφήσει να πέσει κάτω. Κάτι μου λέει ότι θα έχουμε προβληματάκι με αυτούς τους δύο στον ίδιο χώρο.

Η Έμμα επιτέλους σηκώνει τα μάτια της και κοιτάει τον Μικαλάι. Η ένταση που επικρατεί στο δωμάτιο για αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα είναι απερίγραπτη. Νιώθω λες και πρέπει να φύγω από τη μέση. Ανταλλάσσω ένα βλέμμα με την Λίζι, η οποία χαμογελάει παιχνιδιάρικα. Τελικά η Έμμα σπάει τη σιωπή.

«Χάρηκα», λέει με την άκρη των χειλιών της να κουνιέται λίγο και επιστρέφει στα τραύματά μου.

«Αλήθεια, ο Σέιν γιατί πήγε στο νοσοκομείο? Είναι καλά?», λέω προσπαθώντας να ελαφρύνω το κλίμα. Αλλά ανησυχώ στ’αλήθεια για τον Σέιν.

Η Έμμα ξεφυσάει, αλλά πριν αρχίσει νιώθω την ανάγκη να ενημερώσω τον Μικαλάι και την Λίζι ότι ο Σέιν είναι ο φίλος μας. Μετά από αυτή την παρέμβασή μου η Έμμα αρχίζει να μου εξηγεί ότι ο Σέιν κοιμήθηκε με μια κοπέλα η οποία είχε ήδη αγόρι και αυτός τον έδειρε κανονικότατα μια από τις προηγούμενες μέρες. Η αλήθεια είναι ότι με το που μαθαίνω ότι ο Σέιν πήγε με άλλη κοπέλα εφόσον πριν μερικές εβδομάδες μου είχε εξομολογηθεί τα συναισθήματά του με κάνει να νιώθω λίγο παράξενα. Ελπίζω μόνο ο λόγος που το έκανε αυτό να μην ήμουν εγώ.

«Είναι καλά όμως, έτσι?», ρωτάω τελικά.

«Κάτσε, ο τύπος αυτός που χτυπήθηκαν ήταν ο Νέιτ Γουόρνερς?», ρωτάει από πάνω μου ο Μικαλάι.

«Ναι», απαντά η Έμμα αδιάφορα.

«Το ναι πήγαινε σε εμένα ή στον Μικαλάι?», ρωτάω μπερδεμένη.

«Και στους δυο σας», λέει και μου βάζει το τελευταίο χανζαπλάστ στο μέτωπο.  «Έτοιμη»

Αλλά τότε ακούγονται χτυπήματα στην πόρτα. Ανταλλάσομε όλοι βλέμματα ανησυχίας. Ποιος μπορεί να έρχεται στο σπίτι της Έμμα τέτοια ώρα?

«Μπορεί να είναι απλά η μαμά μου», λέει η Έμμα και κατευθύνεται προς την πόρτα. Η μαμά σου δεν θα χτυπούσε το κουδούνι, Έμμα.

 Κοιτάζει από το μάτι και γυρίζει σιγά-σιγά προς το μέρος μας.

«Είναι η μαμά σου με έναν κούκλο», λέει ψιθυριστά η Έμμα και με το ζόρι κρατιέμαι να μη βάλω τα γέλια.

«Ας τους να περάσουν», λέω, αλλά μόλις βλέπω το ανήσυχο βλέμμα στα μάτια τους καταλαβαίνω ότι η συζήτηση που θα ακολουθήσει δεν θα είναι και τόσο ευχάριστη.

Απαγορευμένα Όνειρα {GWattys}Where stories live. Discover now