ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

176 10 98
                                    

Αισθάνθηκα τον φόβο της πριν ακούσω τους λυγμούς της. Ο πανικός της ζωντάνευε μέσα μου κάθε φορά που ένιωθα να σφίγγει με αγωνία την παλάμη μου. Τα μαυρισμένα νύχια της έσκιζαν το δέρμα μου, αφήνοντάς μου πληγές.

Πονούσα, αλλά δεν τολμούσα να διαμαρτυρηθώ.

Το σώμα της είχε γείρει επάνω μου, στηριζόταν ανάμεσα σ' εμένα και τον τοίχο. Η βρωμερή της ανάσα έσκαγε στο μάγουλό μου, ακουγόταν κουρασμένη, βαριά και ασθενική, υπενθυμίζοντάς μου τον έντονο πόνο που της προκαλούσε κάθε μακρόσυρτη και καταναγκαστική από μέρους μου κίνηση να προχωρήσουμε.

Τα βήματά της όμως παρέμεναν αργά και τα πέλματά της σέρνονταν στα χώματα. Στην ουσία, δεν προχωρούσε σχεδόν καθόλου. Με το ζόρι ακολουθούσε τον δικό μου, σταθερό βηματισμό.

Και συνεχώς μέναμε πίσω. Καθυστερούσαμε.

Πίεσα τα χείλη για να μη βρίσω. Εκνευριζόμουν τόσο μαζί της, όμως δεν μπορούσα να της μιλήσω άσχημα. Τώρα πια καταλάβαινα, όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ.

Η Έμιλυ βρισκόταν ένα βήμα πριν από το τέλος.

Το χειρότερο όμως ήταν άλλο.

Εγώ.

Φοβόμουν περισσότερο από εκείνη και, διάολε, δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το συναίσθημα. Η ανάσα μου δεν ήταν κοφτή, ούτε γρήγορη, όπως της Έμιλυ. Είχα σταματήσει τελείως να αναπνέω. Πού και πού, άκουγες μόνο τον λαιμό μου να καταπίνει ξερό σάλιο. Τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα, λες και έτσι θα έβλεπαν καλύτερα μέσα στο σκοτάδι όπου περπατούσαμε. Δεν ήξερα πού στα κομμάτια βρισκόμασταν. Γύρω βρωμούσε χώμα και λάσπη. Τα τοιχώματα του τούνελ, ή ό,τι κι αν ήταν αυτό που διασχίζαμε, έμοιαζαν υγρά και άφηναν μία αίσθηση πηχτής μάζας που κολλούσε στα ακροδάχτυλά μου. Φέρνοντάς τα στη μύτη, η μυρωδιά ανακάτεψε τα σωθικά μου. Απαίσια, ένα είδος λάσπης και...

Συνοφρυώθηκα αηδιασμένη και έκανα απότομα πίσω. Δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι τι μπορεί να ήταν. Σκουπίστηκα βιαστικά στη φόρμα μου και απομακρύνθηκα όσο μπορούσα από τον τοίχο που έδειχνε να απλώνεται κατά μήκος όλου του τούνελ που διασχίζαμε.

Είχαμε πέσει κάπου, αυτό θυμόμουν. Το έδαφος να χάνεται κάτω απ' τα πόδια μας και η γη να μας ρουφάει μέσα της. Παγιδευτήκαμε σε αυτήν την αναθεματισμένη δοκιμασία. Η Έμιλυ κι εγώ. Μόνες.

Για πρώτη φορά ένιωσα τόσο έντονα ότι αυτό ήταν, τώρα θα πεθάνω. Και δεν ήθελα να πεθάνω. Όχι, γαμώτο, δεν ήθελα!

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Oct 14, 2017 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Θεοί και Δαίμονες #1 (Η αναμέτρηση)Where stories live. Discover now