ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40

Start from the beginning
                                    

-"Αλλά σε αυτήν; Τι βρήκες; Τι ήθελες; Να μου πας κόντρα; Να πάρεις εκδίκηση γιατί σε χώρισα; Γιατί σε κακομεταχειριζόμουν και σε μείωνα συνέχεια;" Τον πλησίασε περισσότερο ,όμως εκείνος δεν έδειχνε να την φοβάται ή να ενοχλείται απ΄τα λόγια της. "Πες μου! Γιατί με απάτησες; Γιατί πήγες  με την ίδια μου την  κόρη;" Τον έπιασε από τον γιακά σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. " Απάντησε μου πανάθεμά σε! Γιατί με απάτησες και μ' έκανες να πονέσω τόσο πολύ;"  Δάκρυα έτρεξαν από τα μουντζουρωμένα μάτια της, καθώς τον χαστούκισε κι αυτόν με θυμό.  Ο Τζέρεμι όμως συνέχισε να μην αντιδρά, γεγονός που την εξόργιζε ακόμα περισσότερο. 

Ξαναπερπάτησε προς την Έμιλυ με ορμή. "Εσύ ,κοίταξέ με." Έπιασε το σαγόνι της και το σήκωσε προς τα πάνω βίαια ώστε να κοιτάζοντε στα μάτια. "Πώς μπόρεσες να πας με τον άντρα μου; Δεν με σεβάστηκες καθόλου; Είναι ένας αλήτης, ένας παλιοζιγκολό που τελικά με ήθελε μόνο για τα χρήματα! Ένα ζώο που το μάζεψα απ' τον δρόμο όταν δεν είχε να φάει και του έδειξα τη μεγάλη ζωή και την πολυτέλεια." Γέλασε ειρωνικά προς το πρόσωπο της κόρης της, που την κοιτούσε με πρηζμένα -απ' το κλάμα- μάτια. "Εσύ ήσουν που δεν τον ήθελες με τίποτα και τον μισούσες. Τι άλλαξε ξαφνικά; Βαρέθηκες τον άντρα σου;" Εκνευρισμένη την έπιασε απ' τους ώμους και την ταρακούνησε. 

-"Μήπως θα τον χωρίσεις κιόλας; Δεν τον σκέφτηκες καθόλου; Είναι καλός και σ΄αγαπάει! Σε ζει μέσα στις πολυτέλειες και στα πλούτη. Χωρίς αυτόν είσαι ένα τίποτα. Ένα τίποτα! Αυτός μας παρέχει τη ζωή που χρειαζόμαστε και μας αξίζει. Αν τον αφήσεις θα  μείνουμε στον δρόμο.  Πληρώνει τα δίδακτρα των αδερφών σου. Θα τον αφήσεις για έναν όμορφο γκόμενο; Αξίζει να μας όλους πάρεις στο λαιμό σου; Για έναν φτωχό βρωμιάρη;" Την άφησε και γέλασε ειρωνικά. "Ο πατέρας σου θα ντρεπόταν πολύ για σένα αυτή τη στιγμή. Τον πρόδωσες με αυτή σου τη συμπεριφορά." Σταμάτησε να μιλάει και γύρισε προς τον νεαρό άντρα πίσω της, αφού άκουσε τη φωνή του.

-"Κι εσύ δηλαδή τι έκανες; Δεν τον πρόδωσες; Κι ο δικός σου άντρας δεν ήταν καλός; Δεν σ' αγαπούσε; Δεν σου χάρισε τρία υπέροχα παιδιά; Ποτέ δεν τα εκτίμησες. Ποτέ! Προτίμησες να τον απατήσεις με μένα. Έναν άντρα που 'χε την μισή σου ηλικία και τον πλήρωνες για να σου κάθεται." Μιλούσε ήρεμα με αποφασιστικότητα στην φωνή του. Η μεγάλη γυναίκα δεν είχε τι να του απαντήσει. Είχε δίκιο. "Και όχι μόνο αυτό, αλλά τον σκότωσες κιόλας. Όταν μας έπιασε πέθανε απ' το σοκ. Και συ κέρδισες το μίσος των παιδιών σου και του κόσμου." Μ΄ ένα νεύμα του κεφαλιού του έδειξε την Έμιλυ και συνέχισε. "Αυτή παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να γλυτώσει από σένα και το κακό σου όνομα. Εσύ είσαι υπεύθυνη για ότι συνέβη." Την πλησίασε και την έπιασε απ΄τους ώμους. "Εσύ  τους κατέστρεψες όλους. Τα παιδιά σου σε μισούν.."

-"΄Σκάσε! Δεν θ' ακούσω αυτά που μου λες εσύ. Εδώ την αμαρτία την κάνατε εσείς.."  Όμως δεν πρόλαβε να  συνεχίσει , καθώς ο άντρας συνέχισε να της επιτίθεται ψυχολογικά και σωματικά.  Ξανάρχισε να δακρύζει ,μα ένιωθε τις ενοχές ξαφνικά να την πνίγουν. Ίσως για πρώτη φορά. Να κόβουν την ανάσα της και να μην μπορεί να αντιδράσει.

-"Τα παιδιά σου σε μισούν. Ο άντρας σου υπέφερε μια ζωή απ' την κακία και τον εγωισμό σου. Εσύ τον σκότωσες! Εσύ προκάλεσες την κακή σου φήμη και την ντροπή των παιδιών σου." Η Τζάνις κουνούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά , μα δεν μπορούσε πια ν΄αποφύγει την αλήθεια. "Είσαι περίγελος, όλοι σε κοροιδεύουν. Εξαιτίας της κόρης και του γαμπρού σου δεν μιλάνε. Κι αν εκείνη έπεσε τόσο χαμηλά και φέρθηκε σαν τσούλα, είναι επειδή είχε πρότυπο εσένα. Εσύ και μόνο εσύ την οδήγησες σε αυτή τη κατάσταση." Η Τζάνις αδύναμα του ζήτησε να σταματήσει μα αυτός δεν την άκουσε. Συνέχισε απτόητος να λέει αυτά που πιστεύει.

- " Αν πάρει διαζύγιο θα ζήσουμε ευτυχισμένοι. Εσύ όμως θα ΄σαι μόνη και παραμελημένη. Χωρίς λεφτά, χωρίς αγάπη ,χωρίς οικογένεια και το κυριότερο χωρίς την κοινωνική σου θέση και τα αξιώματά της. Θα ΄σαι μόνη και φτωχή , όπως σου αξίζει! Αυτό θα γίνει να το ξέρεις! Εμείς θα φύγουμε, η Έμιλυ θα πάρει διαζύγιο απ΄τον άντρα της." Την άφησε με δύναμη και η γριά γυναίκα παραπάτησε προς τα πίσω.  "Είσαι τελειωμένη." Την έδειξε με τον δείκτη και περπάτησε προς την Έμιλυ, όπου στάθηκε δίπλα της και την αγκάλιασε απ' τους ώμους. "Πάμε να φύγουμε." 

Την στιγμή που η κοπέλα ακούμπησε το χερούλι για να ανοίξει την πόρτα, άκουσε τρομαγμένη  ένα σώμα να πέφτει κάτω στο πάτωμα..

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗWhere stories live. Discover now