Ξαφνικά άκουσε ένα δυνατό χτύπημα και αμέσως μετά βογκητά. Προφανώς ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια.. Αποφασισμένη και περίεργη άνοιξε την πόρτα χωρίς δισταγμό. Αντίκρισε το θέαμα που δεν ήθελε να δει με τίποτα στον κόσμο, κάτι που θεωρούσε αδιανόητο ,ανήθικο και ανώμαλο.  Ένιωθε τους σφυγμούς της να χτυπάνε υπερβολικά γρήγορα απ' τον θυμό και το μίσος ,καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε..


~~


Το πάθος συνεπήρε το ζευγάρι τόσο πολύ που  ξέχασαν το μέρος και την περίσταση στην οποία βρισκόταν. Μόλις άνοιξε η πόρτα και οι δύο τινάχτηκαν απότομα και κοίταξαν προς τα εκεί. Η συγκλονισμένη γυναίκα βρισκόταν όρθια  με ανοιχτό στόμα και υγρά μάτια. Ξεκάθαρα είχε πάθει  σοκ και δεν μπορούσε ν΄αντιδράσει προς το  παρόν. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε δίχως σταματημό φανερώνοντας τον ασίγαστο θυμό που έκαιγε μέσα της. Το αρχικά απλανές βλέμμα της μετατράπηκε γρήγορα σε άγριο και επιθετικό , σαν να πετούσε 'σπίθες' μέσα από τα μαύρα μάτια της.

Για λίγο έμειναν να κοιτάνε ο ένας τον άλλον. Μέχρι που το αγόρι γύρισε απ' την άλλη πλευρά και άρχισε να κουμπώνει το παντελόνι του. Η κοπέλα ήταν ολόγυμνη μπροστά στη μητέρα της, μπρούμυτα  πάνω στο τραπέζι με ανακατωμένα μαλλιά και κόκκινα μάγουλα. Με τρεμάμενα χέρια σήκωσε το εσώρουχο της και το φόρεσε. Το φόρεμα όμως βρισκόταν ακριβώς μπροστά στα πόδια της Τζάνις. Με κατεβασμένο βλέμμα έκρυψε το στήθος της και προχώρησε για να πάρει το φόρεμα απ΄το πάτωμα. 


Μόλις το πήρε το έβαλε μπροστά στο κορμί της για να καλύψει τη γύμνια. Δειλά σήκωσε το λυπημένο βλέμμα της για να αντικρίσει την αυστηρή ματιά της μεγαλύτερης γυναίκας. Χωρίς δισταγμό η Τζάνις την χαστούκισε με όση δύναμη είχε. Το χτύπημα ακούστηκε έντονα μ' ένα λυγμό της κοπέλας να το συνοδεύει. Το μάγουλο κοκκίνισε και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε απ' τα μάτια της. Προσπαθούσε να τα συγκρατήσει τόση ώρα, αλλά με το χαστούκι ένιωσε τόσο βρώμικη και πληγωμένη που δεν άντεξε άλλο.  

-"Βρωμόπαιδο! Πώς μπόρεσες; Μην κλαις ,μην με νευριάζεις περισσότερο." Θυμωμένη έκλεισε την πόρτα πίσω της και έσπρωξε την κόρη της στο πλάι. "Φόρα το φόρεμα σου να μην σε βλέπω!" Γύρισε το σώμα της προς τον νεαρό άντρα, ο οποίος είχε βάλει τα χέρια στις τσέπες του  και την κοιτούσε δίχως συναίσθημα ή  αναστάτωση. "Εσύ φταις! Εσύ μπήκες μες στο σπίτι μου και την έβαλες το μάτι. Σε ξέρω παλιοαλήτη. Είσαι ένας ζιγκολό που μόνο τα λεφτά τον ενδιαφέρουν, και εγώ η χαζή σου τα έδωσα!" Έριξε μια ματιά στην Έμιλυ, που είχε φορέσει το φόρεμα της, και στεκόταν όρθια με κατεβασμένο το κεφάλι. Οι ώμοι της έτρεμαν, καθώς έκλαιγε αθόρυβα με πόνο και ενοχές στην καρδιά. 

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα