Κεφάλαιο 3

1.7K 205 11
                                    


Πόση ώρα κοιτάζω άραγε τον τοίχο απέναντί μου; Τον τοίχο που γεμίζαμε εδώ και τέσσερα χρόνια αναμνήσεις; Φωτογραφίες μας από τα ταξίδια μας, κάτω δεξιά η πρώτη φορά που μπήκα σε αεροπλάνο. Πηγαίναμε στη Ρόδο και δεν ήθελε να με κουράσει με το πλοιό καθώς τότε έκανα την πρακτική μου και ζούσα σε μια διαρκή πίεση. Λίγο πιο πάνω βρίσκεται μια φωτογραφία μας από την Αγγλία. Η πρώτη φορά που πήγα στην Αγγλία! Θυμάμαι είχε πει με πονηρό ύφος '' Θέλω να είμαι ο πρώτος σου σε όλες τις απόψεις. '' και είχα γελάσει, γιατί τόσο χαμηλά με είχε φτάσει η αγάπη. Να πιστεύω οτιδήποτε μου έλεγε και να εθελοτυφλώ για το αν στ' αλήθεια μ'αγαπά.

Στρεφω πικραμένη το βλέμμα μου μακριά από αυτόν τον αναθεματισμένο τοίχο και κοιτάζω το σπίτι απέναντι από το δικό μου. Το σπίτι που είχα συνηθίσει να ζω, το σπίτι που ένιωθα δικό μου, το σπίτι που έλεγε δικό μας. Δεν ξέρω όμως... Το σπίτι με έκανε να αισθάνομαι έτσι ή μήπως εκείνος που ζούσε μέσα σε αυτό;

Νιώθω δυο χέρια να σφίγγουν στοργικά τους ώμους μου και κοιτάζω με δάκρυα στα μάτια τον ιδιοκτήτη τους.

" Πονάω. " ψελλίζω κοιτώντας την Μυρτώ. Εκείνη αμέσως πετάγεται όρθια, έντρομη.

" Που; Στην κοιλιά; Το μωρό; Πες μου, που; " αναρωτιέται φοβερά αναστατωμένη.

" Στην καρδιά. " της λέω. Ξέρω, ακούγεται πολύ μελό, αλλά είναι η πραγματικότητα. Όπως λέει ένα γνωστό τραγούδι, νιώσε πριν με κρίνεις!

Τα χέρια της αγκαλιάζουν ξανά τους ώμους μου ενώ εγώ κλαίω με μαύρο δάκρυ. " Ηρέμησε κορίτσι μου, δεν κάνεις καλό στο μωρο. " προσπαθεί να με ηρεμήσει.

" Γιατί να το κάνει αυτό; Του έδωσα ό,τι είχα! Γιατί να αξίζω τέτοια συμπεριφορά, Μυρτώ; Γιατί; " κλαψουριζω χωμένη μέσα στην αγκαλιά της. Εκείνη χαϊδεύει τα μαλλιά μου και με αφήνει μαλακά από την αγκαλιά της καθώς απομακρύνεται.

" Που πας; " απορώ. Τριβω τα μάτια μου για να ελαττωσω λίγο το τσούξιμο, όμως καταφέρνω το άκρως αντίθετο. Τώρα πονούν περισσότερο.

" Μην τριβεις τα μάτια σου βρε κούκλα μου με τους φακούς! Κοίτα ρε, θα πάθει τίποτα και θα τρέχουμε! " λέει απελπισμένη. Βγάζω όπως όπως τους φακούς επαφής μου και τους πεταω σε απροσδιόριστο σημείο. Ποσώς που με ενδιαφέρει στη φάση που βρίσκομαι!

" Εντάξει μαμά; " λέω ειρωνικά. " Ναι, εντάξει...μαμά. " μου λέει ευχαριστημένη και βαδίζει προς τη κουζίνα. " Αυτό ήταν υπονοούμενο;! " λέω.

Γυρίζει προς το μέρος μου χαμογελώντας " Φυσικά και ήταν. " λέει γελώντας. Μουτρωνω σαν πεισματαρικο μωρό και βουλιαζω μέσα στον καναπέ. Κοιτάζω την φουσκωμένα μου κοιλιά. Δεν πρόλαβα να χαρώ έστω και λίγο το γεγονός ότι είμαι έγκυος! Δεν με άφησε!

" Όλοι κοροϊδεύουν και πληγώνουν την μαμά σου, μικρούλι. " λέω χαϊδεύοντας την κοιλιά μου με ένα χαζό χαμόγελο στα χείλη. Αυτό το μωρό αποτελεί πλέον τη μοναδική πηγή ενέργειας και χαράς από μέσα μου!

" Σταματά να μιλάς μόνη σου και σήκω! " ακούω τη φωνή της Μυρτους. Σηκώνομαι απρόθυμα και κάθομαι βαριεστημένα σε μια καρέκλα στη κουζίνα.

'' Πιες το. '' μου λεει δίνοντάς μου μια αχνιστή κούπα. Την πιάνω απρόθυμα στα χέρια μου και κοιτάζω αηδιασμένη το περιεχόμενό της.

'' Τι είναι αυτό; '' ρωτάω περιέργη.

'' Κάτι που θα σε κάνει να ηρεμήσεις και ίσως αν είμαι τυχερή, να κοιμηθείς κιόλας. '' λέει με ένα αληθινό χαμόγελο, παρ' όλο που με κορόιδεψε. Πίνω λίγο από το -τσάι είναι αυτό;- που έφτιαξε και βουλιάζω καλύτερα στη θέση μου.

'' Καλό; '' με ρωτάει γελώντας.

'' Μαλακία. '' λεω αηδιασμένη. '' Σαν τον αδερφό σου. '' την πληροφορώ.

'' Θα συμφωνήσω σε αυτό. '' πίνω μερικές γουλιές ακόμα και νιώθω να ηρεμώ.

'' Πως νιώθεις; '' με ρωτάει τρυφερά.

'' Νομίζω να μπορέσω να κοιμηθώ χωρίς να βλέπω εφιάλτες με τον Βαγγέλη και την υποψήφια σημερινή ξεπέτα. '' της λέω ήρεμα με τα μάτια μου κλειστά.

'' Ε; Τι είναι αυτά που λες; '' με ρωτάει μπερδεμένη. '' Πιστεύεις πραγματικά πως ο αδερφός σου είναι απέναντι, μοναχούλης και τα πίνει, ε; '' της λεω σαν να την λυπάμαι. Εκείνη χωρίς να πει τίποτα, με σηκώνει απαλά από το μπράτσο και με οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα που έχω να ξαπλώσω σχεδόν 2 χρόνια. Την ακολουθώ δίχως παράπονα.

'' Ξάπλωσε και προσπάθησε να κοιμηθείς, εντάξει; '' μου λέει. Ξαπλώνω αλλά αμέσως μόλις την βλέπω πως κάνει κίνηση να φύγει, αναστατώνομαι.

'' Που πας; '' λεω έντρομη.

'' Να τηλεφωνήσω στη φίλη μου για να δω αν είναι καλά η μικρή. Τι έπαθες ξαφνικά; '' με ρωτάει απορημένη.


'' Μην φύγεις... '' λέω με μια σπασμένη έκφραση στο πρόσωπό μου.

'' Δεν θα φύγω, θα κοιμηθώ στο σαλόνι. '' μου λεει.


'' Όχι, θέλω να κοιμηθείς μαζί μου. '' της λέω καθώς κουκουλώνομαι με το σεντόνι και κλείνω τα μάτια μου.

'' Γιατί; '' ρωτάει εμφανώς μπερδεμένη. Χασμουριέμαι.

'' Φοβάμαι το σκοτάδι. '' της λέω καθώς με παίρνει ο ύπνος.

'' Το φως να φοβάσαι. Την μέρα κυκλοφορούν οι ανθρώποι. '' την ακούω να ψιθυρίζει μέσα στον ύπνο μου...

______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Απέναντι. (sequel Πυξίδα)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant