Χρώματα

67 9 0
                                    

Κοιτάζεις τον κόσμο και τον βλέπεις ασπρόμαυρο.
Τον κόσμο τον οποίο φημίζεται για τα χρώματα που εσύ δε βλέπεις.

Αν και πασχίζεις να τα διακρίνεις.

Το μπλε του ουρανού.
Το πράσινο που καλύπτει την, ανέγγιχτη από το κακό, γη.
Το κόκκινο, σαν την απόχρωση των χειλιών της όταν με ενθουσιασμό περιγράφει μεμονομένα γεγονότα τα οποία αποτελούν την αλάνθαστη ύπαρξη της.
Το χρυσό του ήλιου, που λάμπει και σε τυφλώνει κάνοντας σε να ξεχάσεις ότι χάρη σε αυτόν ζεις.

Λες και το ζήτησες.

Ποτέ δε ζήτησες να είσαι ζωντανός.
Ποτέ δε ζήτησες να είσαι ζωντανή.

Δεν είχε νόημα αν δε διέκρινες τα χρώματα.

Ολοι τα θεωρούσαν δεδομένα, ενώ εσύ δεν μπορούσες να δεις καν την ύπαρξη τους.

Ηλπιζες να τα δεις, αλλά δεν πίστεψες ποτέ ότι είναι υπαρκτά.

Κι αν ήταν, αυτό συνέβαινε μόνο στο μυαλό τους.
Οχι στη δική σου πραγματικότητα.

Γιατί κουράστηκες.

Και τα χρώματα τα βλέπουν μόνο οι δυνατοί.
Σε όλο τους το μεγαλείο.

Κι εσύ δεν ήσουν δυνατός.
Δεν ήσουν δυνατή.

Αγωνιζόσουν κι αυτό δεν μετρούσε.

Γιατί δεν είχε νόημα.
Ποτέ δε θα έχει.

Κι ας εσύ ονειρεύεσαι χρώματα.

Ξέρεις ότι έχεις κουραστεί.

Οτι δεν αντέχεις για πολύ.

Και όλοι σε ωθούν στα όρια σου.

Νομίζοντας ότι έτσι σου φανερώνουν τα χρώματα.
Χωρίς να κατανοούν ότι σε σπρώχνουν στο σκοτάδι.

Δεν ακούν τις κραυγές.

Διότι δεν γνωρίζουν από τραγικότητα.

Μόνο από χρώματα που βλέπουν καθαρά.

Εσύ, αν ποτέ κατάφερες να δεις τα χρώματα, αποτελούσαν πάντα ψυχεδέλεια.

Και ήταν γαμημένα όμορφα.

Γιατί είχαν σκοτάδι μέσα τους.

Αφού το σκοτάδι σε τραβούσε.

Το απροσδιόριστο της ψυχεδέλειας που σε τρομάζει προβάλλοντας το βάθος της σε εσένα.

Μόνο σε εσένα.

Αφού η κόλαση είναι προσωπική.

Και το καρτελάκι στη θύρα γράφει το όνομα σου.

Κι εσύ με σιγουριά την ανοίγεις, μπαίνεις μέσα και βυθίζεσαι σε αυτήν.

Ευτυχισμένος, τελικά, αφού αντίκρισες τα χρώματα.

Κι ας ήταν τυλιγμένα με σκοτάδι.

Ευτυχισμένη, με μια τραγικά υποκειμενική έννοια της λέξης ευτυχία.

Αφού ανέκαθεν ήσουν συνονθύλευμα χρωμάτων βυθισμένο στο σκοτάδι.

Απλώς, κανείς δε σου το είπε.

Αφού η κόλαση ήταν δική σου και στη θύρα αναγραφόταν το όνομα σου.

Ζωγράφισέ μου, λοιπόν, την κόλαση.
Με όλα τα χρώματα τα οποία την περιβάλλουν.

Θα περιμένω.
Θα περιμένω τα χρώματα.
Την κόλαση που με καλεί.

SilenceWhere stories live. Discover now