Καταστροφή

281 36 2
                                    

Από το σχολείο γύρισα με τον Νίκολας. Καθώς είμασταν στο αυτοκίνητο παρατήρησα πως ήταν αρκετά ανήσυχος και σιωπηλός.

-Τι τρέχει;, τον ρωτάω και τον φιλάω για μία στιγμή στον λαιμό.

Αυτός χαμογελάει αμυδρά αλλά ξανά σοβαρεύει.

-Μήπως να έρθεις στο σπίτι μου απόψε;

-Γιατί; Τι συμβαίνει;

-Απλώς έχω ένα κακό προαίσθημα σήμερα και δεν θέλω να βγεις έξω και μάλιστα με τη μαμά σου.

Το αυτοκίνητο σταματάει στην είσοδό μου. Βςζει τα χέρια του πάνω στα δικά μου.

-Νίκολας θα είμαι μία χαρά. Θα βγω με τη μαμά μου σε ένα μικρό εστιατόριο. Δεν θα πάθω τίποτα, τον διαβεβαιώνω.

Αυτός αναστενάζει παραιτημένος.

-Εντάξει. Απλώς να προσέχεις αν δεις τίποτα ύποπτο να μου τηλεφωνήσεις κατευθείαν.

Με πλησιάζει και με φιλάει βαθιά, παθιασμένα. Τα φιλιά του τώρα έχουν γίνει πιο έντονα κάνοντας με να συνειδητοποιήσω πως την προηγούμενη νύχτα ήθελε πολύ να προχωρήσουμε. Ωστόσο δεν ήμουν έτοιμη και το σεβάστηκε. Τον εκτιμώ γι'αυτό καιετσι κολλάω πάνω του και περνάω τα δάχτυλά μου από τα μαλλιά του, κάτι που τον κάνει να αναστενάξει. Ύστερα απομακρύνεται απρόθυμα.

-Η μαμά σου θα με μισήσει αν με δει να σε έχω έτσι δεύτερη φορά, λέει χαμογελώντας.

-Έχεις δίκιο, δυστυχώς, συμφωνώ και μπαίνω στο σπίτι.

Μόλις κλείνω τη πόρτα ακούω τη φωνή της από το σαλόνι.

-Επιτέλους, γύρισες. Άρχισε να με τρώει η περιέργεια για το σημείωμα που μου άφησες, λέει και αφήνει το περιοδικό της.

Της δίνω ένα φιλί και αρχίζω να ανεβαίνω τις σκάλες για το δωμάτιό μου.

-Ετοιμάσου. Έχουμε εξοδο, δηλώνω.

Μετά από τρεις ώρες..

Η μαμά στέκεται έξω από το εστιατόριο με ανοιχτό το στόμα. Το μαύρο της φόρεμα την κάνει να λάμπει και οι κόκκινες γόβες είναι απλώς υπέροχες.

-Είναι το αγαπημένο μου.Δεν μπορώ να πιαεψω πως με έφερες εδώ, αναφωνεί και μσ αγκαλιάζει.

-Σου το χρωστούσα μετά την απαίσια Κυριακή, ομολογώ.

-Μα χρυσό μου δεν χρειαζόταν. Σε λατρεύω ό,τι και να κάνεις, λέει μαι μπαίνουμε στο εστιατόριο.

Καθόμαστε εκεί μας δείχνει ο σερβιτόρος και παραγγέλνουμε κρασί και αμαψυκτικό για εμένα.

Κοιτάω για λίγο έξω από το παράθυρο. Παρατηρώ φευγαλαία μία μαύρη φιγούρα πριν εξαφάνιστει. Πείθω τον εαυτό μου ότι δεν είναι τίποτα. Σήμερα δεν έχει τρελά πράγματα.

-Πως πάει η δουλειά; ρωτάω τη μαμά.

Αυτή μου χαμογέλαει.

-Υποθέτω μία χαρά αν εξαιρέσεις τις πολλές ώρες απουσίας μου.

Δεν προλαβαίνω να απαντήσω και μία έκρηξη τινάζει τα πάντα στον αέρα. Πετάγομαι πάνω στο τοίχο και νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί από τον πόνο.
Μόλις ανοίγω λίγο τα μάτια βλέπω πέντε πνεύματα και τρεις μαυροφόρεμένους άντρες να μπαίνουν από τον διελυμένο , μπροστινό τοίχο. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αναίσθητοι και ψάχνω ανήευχή τη μαμά μου. Ένα πνεύμα όμως με σηκώνει από το λαιμό.

-Αυτή τη φορά θα έρθεις μαζί μας, γρυλίζει.

-Ποτέ, αναφωνώ  και του δίν μία κλοτσιά. Αυτό ουρλιάζει και με αφήνει κάτω.

-Θα έρθεις γιατί αλλιώς θα πεθάνει, φωνάζει ένας μαυροφορεμένος και τον βλέπω τρομοκρατημένη να έχει ένα πιστόλι στο λαιμό της μαμάς μου. Αυτή είναι τρομαγμένη και σχεδόν τρέμει. Θεέ μου που την έμπλεξα;!

-Ας την ελεύθερη, φωνάζω.

-Έλα μαζί μας τώρα!

-Δεν πρόκειται, λέω. Τότε κολλάει το πιστόλι καλά στο λαιμό της και η μαμά βγάζει ένα βογκητό πόνου.

-Μαμά!, ουρλιάζω. Αφήστε την! Θα έρθω!, ουρλιάζω.

Ο μςυροφορεμένος την πετάει κάτω και εγώ τρέχω δίπλα της. Αυτή αρχιζει να κλαίει.

-Άντρεα, τι συμβαίνει; Μην παε πουθενά, λολούδι μου, λέει κλαψουρίζοντας.

Πριν την αγκαλιάσω δύο πνεύματα με αρπάζουν και με σέρνουν μακρυά της. Αυτή ουρλιάζει αλλά δεν μπορεί να κουνηθεί γιατί ένα μαυροφορεμένος την κρατάει. Ανοίγουν μία πύλη.

-Θα είμαι καλά, μανούλα μου. Σε αγαπώ, ουρλιάζω πριν με πετάξουν μέσα σε κάτι σκοτεινό και υγρό. Πριν ακούσω τη μαμά να ουρλιάζει τόσο δυνατά όσοσ ποτέ..

Τα σχόλια δικά σας...

Σε αγαπώ πέρα από το χρόνο Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα