Μία φορά και έναν καιρό

62 24 1
                                    


Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μία πολιτεία πολύ μακριά από εδώ. Οι άνθρωποι ήταν χαμογελαστοί και κάθε μέρα ήτανε γιορτή. Τα παιδιά έπαιζαν στις αυλές και οι γυναίκες συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε ομορφιά. Παντού ακούγονταν τραγούδια και όλοι ζούσαν καλά και κανείς αλλού καλύτερα. Μια νύχτα ένας παράξενος θόρυβος απλώθηκε απ' άκρη σ' άκρη στην πόλη. Χριτσι, χρίτσι κάθε τρύπα, κάθε γωνιά, κάθε δρομάκι αντηχούσε αυτόν τον παράξενο θόρυβο.

Σαν ξημέρωσε και ξυπνήσαν οι κυράδες, μια κραυγή έσκισε για πάντα την ηρεμία της πόλης στα δύο. Και ύστερα και άλλη και άλλη... Οι άντρες πετάχτηκαν με μιας από τα κρεβάτια τους και τα παιδιά αρχίσανε να κλαίνε. Χιλιάδες ποντικοί είχαν γεμίσει την πόλη. Μασουλούσανε τα φαγητά στις κουζίνες, κάνανε βόλτες στους δρόμους, πίνανε νερό στις στέρνες, ζεσταινότανε δίπλα στα τζάκια. Τα παιδιά αρχίσανε να κλαίνε και κανένα τους δεν πήγε σχολείο εκείνη την ημέρα. Οι ποντικοί κόβανε βόλτες αμέριμνοι στις τάξεις μασουλώντας τις κιμωλίες.

Οι άντρες μαζεύτηκαν στην πλατεία κρατώντας όπλα, τσουγκράνες. Κάποιος μάλιστα πήγε με πιρούνι και τους κυνηγούσε όλη την ώρα που οι άλλοι προσπαθούσαν να αποφασίσουν τι πρέπει να κάνουν. Μεσημέριασε και δεν είχαν αποφασίσει. Βράδιασε και κανένας δεν είχε βρει την λύση. Κουράστηκε και εκείνος με το πιρούνι και γυρίσανε σπίτια τους. Οι γυναίκες δεν τραγουδούσαν, τα παιδιά δεν χαμογελούσαν, το φαγητό ήταν βρώμικο. Έπεσαν για ύπνο αμίλητοι, μουτρωμένοι, νευρικοί. Χρίτσι, χρίτσι οι ποντικοί μασουλούσαν την πόλη. Χρίτσι, χρίτσι, οι ποντικοί μασουλούσαν την ζωή τους.

Επτά ημέρες πήγαν και ήρθαν οι άντρες στην πλατεία. Με όπλα, με τσουγκράνες, μέχρι και με κουτάλι πήγε κάποιος. Δεν κατέληξαν πουθενά. Κάθε βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι ακόμα πιο σκυφτοί, ακόμα πιο αγριεμένοι, ολοένα και πιο άσχημοι. Οι γυναίκες σταμάτησαν να τραγουδούν, σταμάτησαν να μαγειρεύουν και κάποια στιγμή σταμάτησαν να μοιράζονται το κρεβάτι τους. Τα παιδιά δεν συναντιόντουσαν πια στους δρόμους, δεν έπαιζαν, μόνο κυνηγούσαν τα ποντίκια στα δωμάτια τους.

Την όγδοη ημέρα στην πλατεία εμφανίστηκε ένας παράξενος άντρας. Φορούσε ένα πράσινο καπέλο με ένα μακρύ φτερό να κρέμεται πίσω του. Οι μπότες του μαρτυρούσαν πως είχε ταξιδέψει πολύ κα τα ποντίκια δεν φαινόταν να τον ενοχλούν καθόλου. Όπως προχωρούσε οι άντρες κατέβαζαν τα όπλα, τις τσουγγράνες, ένας κατέβασε την οδοντογλυφίδα του. Στάθηκε στο κέντρο και σαν σώπασαν όλοι και ακούγονταν μόνο το ατέλειωτο χρίτσι, χρίτσι που ξεχυνόταν από κάθε γωνιά της πόλης, ξεκίνησε να μιλά.

Once upon a time @HamelinΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα