Κεφάλαιο 1⁰

6.8K 377 50
                                    

«Ιζαμπέλα!» Φώναξε η μητέρα μου. «Ιζαμπέλα, τρέχα!»

Έκλεισα το βιβλίο μαθηματικών μου κι έτρεξα γρήγορα στον κάτω όροφο. Κατέβηκα τα σκαλιά δυο-δυο και είδα τη μητέρα μου να μαζεύει τα πράγματά της μέσα στην ταλαιπωρημένη μαύρη  τσάντα της που την είχε από τότε που μπορούσα να θυμηθώ τον εαυτό μου. Στάθηκα στο τελευταίο σκαλί και την κοίταξα ανήσυχη.

«Τι έγινε, μαμά;» Ρώτησα.

Όταν άκουσε τη φωνή μου, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της και κράτησα την ανάσα μου. Τι συνέβαινε;

«Μανούλα μου, τι έχεις;» Την πλησίασα και την αγκάλιασα.

Μόλις δεκαεφτά χρόνων-για την ακρίβεια εντός ολίγων μηνών θα γινόμουν δεκαοκτώ, είχα μεγάλη αδυναμία στην μανούλα μου. Αν και δεν ήμασταν μία εύπορη οικογένεια, η μανούλα μου φρόντιζε να με κάνει πάντοτε χαρούμενη με όποιον τρόπο μπορούσε, και εμένα και τον μικρότερο αδερφό μου! Όταν ήμουν πιο μικρή, μας έπαιρνε παιχνίδια! Και όταν ο πατέρας της φώναζε ότι ξόδευε άσκοπα χρήματα, εκείνη του εξηγούσε με ήρεμο πάντα τρόπο ότι ήμασταν μικρά παιδιά κι ότι αν δεν χαιρόμασταν τώρα, πότε θα το κάναμε; Εκείνος πάντα έφευγε μουρμουρίζοντας ότι είχε μπλέξει με μια τρελή γυναίκα, αλλά όλοι μας γνωρίζαμε ότι την αγαπούσε πιο πολύ και από τον ίδιο του τον εαυτό! Έτσι, δεν ανησυχούσαμε...

Ποτέ μου δεν με ένοιαζε τι δώρο μου έπαιρνε... Το μόνο που μ' ένοιαζε ήταν το γεγονός ότι προερχόταν από εκείνη με πολύ αγάπη. Γι' αυτό και όσα παιχνίδια τα έπαιζα πιο πολύ σαν παιδί, ήταν επειδή μου τα έκανε δώρο εκείνη. Ναι, χαιρόμουν που μου έπαιρνε δώρο, αλλά πιο πολύ χαιρόμουν γιατί αυτό το δώρο ήταν από εκείνη!

«Ντύσου! Γρήγορα!» Είπε βιαστικά και σκούπισε τα δάκρυά της. «Ο πατέρας σου!»

Δεν χρειάστηκε να πει κάτι παραπάνω. Έτρεξα μέχρι πάνω στο δωμάτιο που το μοιραζόμουν με τον δεκαπεντάχρονο αδερφό μου, άρπαξα την πρώτη μπλούζα και παντελόνι που βρήκα μπροστά μου, τα φόρεσα και παίρνοντας τα παπούτσια μου στο χέρι, έφυγα τρέχοντας για το μικρό σαλονάκι μας όπου και με περίμενε η μητέρα μου. Έβαλα γρήγορα τα παπούτσια μου και παίρνοντας το ελαφρύ μπουφάν μου, βγήκα έξω από το σπίτι όπου βρισκόταν η μητέρα μου. Την άκουσα να καλεί ένα ταξί και κλείδωσα το σπίτι ταχύτατα. Ύστερα, μπήκα στο ταξί.

«Στο νοσοκομείο.» Είπε η μαμά μου.

Ενόσω βρισκόμουν στο ταξί σκεφτόμουν τι μπορούσε να είχε πάθει ο μπαμπάκας μου. Προσευχόμουν στον Θεό να μην έχει πάθει κάτι, γιατί, Θεέ μου, τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα!

Μίσος Για Δυο #TYS2023 - ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now