Κεφάλαιο 13 - Οι καμπάνες ηχούν

Začať od začiatku
                                    

Είχα μείνει κοκαλωμένη. Δεν ήξερα πως να αντιδράσω, τι να κάνω, πως να διαχειριστώ το τσίμπημα που ενοχλούσε την καρδιά μου και τον κόμπο που δέθηκε στο λαιμό μου. Τα λόγια του επανέφεραν μνήμες που άρχισαν να ταξιδεύουν μπροστά μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο δυνατά από ποτέ.

"Η συγγνώμη δεν πρέπει να ακούγεται από το δικό σου στόμα. Οι θάνατοι δεν επήλθαν από το δικό σου χέρι. Δεν το έλεγχες. Δεν ήξερες τι ακολουθούσε." είπε με μια ανάσα.

Τίναξα τα χέρια του μακριά και έκανα μερικά βήματα πίσω. "Δεν ήξερα; Με πλήρωναν για να σκοτώνω ανθρώπους, Λαχάρ! Μόνη μου έβγαζα την καλύπτρα και άφηνα την Κάλιντα ελεύθερη και ας μην ήξερα τι ήταν ως τότε. Γνώριζα τα πάντα!" φώναξα πιάνοντας το κεφάλι μου. "Δεν ξέρω ποια είμαι. Δεν ξέρω ποιο κομμάτι μου έχει επιζήσει."

Ο Λαχάρ άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου και κοίταξα πρώτα αυτό και μετά τον ίδιο. Το βλέμμα του σοβαρό και τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Έκανε λίγα βήματα προς το μέρος μου και στάθηκε ελάχιστα πιο μακριά μου. Η έκφρασή του μαλάκωσε και φάνηκε σχεδόν σα να με παρακαλά. Άφησα τα χέρια μου ελεύθερα να γλιστρήσουν μπροστά μου.

"Άσε με να σε βοηθήσω. Ας βρούμε μαζί πιο κομμάτι σου επέζησε. Αξίζεις μια δεύτερη ευκαιρία, Αλιάνα. Μια καλύτερη ζωή."  ψιθύρισε.

Το βλέμμα μου θόλωσε και ένιωσα τα δάκρυα να ψάχνουν τη διέξοδο να κυλήσουν. Αυτά τα λόγια ήθελα να τα ακούσω εδώ και πολύ καιρό. Ένιωθα σα να είχε φύγει ένα βάρος από πάνω μου και ο κόμπος στο λαιμό μου λύθηκε μονομιάς. Κοίταξα ξανά το απλωμένο του χέρι και διστακτικά άπλωσα το δικό μου και του το έδωσα. Εκείνος το έσφιξε και χαμογέλασε.

"Ας κάνουμε μια νέα αρχή. Ονομάζομαι Λαχάρ και είμαι ο έβδομος πρίγκιπας της Ινάλ."

Και εγώ με την σειρά μου έσφιξα το χέρι του, νιώθοντας τη πρωτόγνωρη ζεστασιά του αγγίγματος ενός ανθρώπου. Τα δάκρυα μου εξαφανίστηκαν και δάγκωσα το κάτω χείλος μου νευρικά πνίγοντας ένα χαμόγελο.

"Ονομάζομαι Αλιάνα και είμαι η πύλη των νεκρών." 

Το χαμόγελο του πρίγκιπα με τα λευκόξανθα μαλλιά έγινε πιο πλατύ. "Χαίρομαι που σας γνωρίζω!"

  ♠♣♦   

Ο πρίγκιπας Κάιν είχε καλέσει τον Λαχάρ και το νέο του παιγνίδι στην αίθουσα του θρόνου. Η αίθουσα αν και πολυτελέστατη είχε θαφτεί μέσα στο σκοτάδι. Τα μεγάλα παράθυρα στους τοίχους ήταν καλυμμένα με παχιές κουρτίνες στο χρώμα του Βασιλείου, σκούρο ερυθρό, με χρυσές λεπτομέρειες που σχημάτιζαν ένα σύμπλεγμα ρόδων και στο κέντρο το ιερό σπαθί του βασιλιά πλεγμένο με τα αγκάθια των ρόδων. Ο τεράστιος πολυέλαιος, που τα αναμμένα του κεριά έκαναν το χρυσάφι του να λάμπει μέσα στην μακρόστενη αίθουσα, έστεκε βαρύς να κρέμεται από τέσσερις αλυσίδες, γερά στερεωμένες στις τέσσερις πλευρές των τεσσάρων πέτρινων τοίχων. Φώτιζε επαρκώς τις πολυτελέστατες ταπετσαρίες από φημισμένο ύφασμα της Ανατολής, πλεγμένο στο χέρι από τους καλύτερους εργάτες. Ο πρίγκιπας καθόταν στο μεγάλο θρόνο του πατέρα του και κοίταξε τον διπλανό άδειο της μητέρας του. Μετά τον θάνατο του συζύγου της είχε αποσυρθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και δεν άφηνε κανένα να μπει, εκτός από τον αγαπημένο της γιο. Είχε τρελαθεί μετά την αυτοκτονία του και μετά τη γέννηση του γιου της, ήταν ένα κινούμενο άδειο κουφάρι που σερνόταν στους άδειους και σκοτεινούς διαδρόμους του παλατιού, χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό. Ο Κάιν την φρόντιζε και πάντα την γυρνούσε στο δωμάτιό της, βάζοντάς τη στο κρεβάτι και περιμένοντας να κοιμηθεί πριν φύγει. Ένα βράδυ που βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω από τα σκεπάσματα γύρισε και του είπε: "Ράβαιν, είσαι το ίδιο όμορφος με τη μέρα που σε γνώρισα. Σα να μη πέρασε μια μέρα, αγαπημένε μου σύζυγε.". Ο Κάιν δε κουνήθηκε από την θέση του. Αντίθετα, χάιδεψε το απαλό και κρύο χέρι της μητέρας του και της χαμογέλασε. Δεν της μίλησε. Δεν τολμούσε. Το επόμενο πρωί είχε φωνάξει τον θεραπευτή για να την εξετάσει. Η κατάσταση της μητέρας του ήταν μη αντιστρέψιμη. Είχε χάσει το μυαλό της και ο Κάιν έμεινε μόνος του με το βάρος του Βασιλείου της Σεβέλ να τον πλακώνει.

H ΝεκροφιλημένηWhere stories live. Discover now