Θλίψη (μέρος πρώτο)

62 6 15
                                    



   Το ποτήρι ήταν γεμάτο κόκκινο κρασί ακόμα μια φορά εκείνο το βράδυ.   Το φαγητό στα πιάτα είχε τελειώσει προ πολλού.   Η μουσική στην ταβέρνα ήταν υπερβολικά δυνατά για τόσο αργά την νύχτα αλλά όντας τόσο έξω από το χωριό θεωρητικά δεν ενοχλούσε κανέναν.

Δωρεάν κρασί και ποτό σε όσους καταφέρουν να σπάσουν την νηστεία της καθαρά δευτέρας έλεγε η αφίσα και η ταβέρνα ήταν γεμάτη.

  Το κρέας ήταν πολύ καλά ψημένο και πολύ νόστιμο, το κρασί λευκό η κόκκινο αναλόγως τις προτιμήσεις υπέροχο και εμείς όλοι αρκετά μεθυσμένοι.  Δίπλα μου ο Γιώργος και η Μαρία κοιμόντουσαν του καλού καιρού.   Η Αρετή από την άλλη μεριά άντεχε ακόμα.   Εγώ ήμουν στα όρια μου.
Το κακό ήταν ότι δεν μας άφηναν να παίρνουμε ανάσα,  με το που ένα ποτήρι πήγαινε στην μέση έτρεχαν και το ξαναγέμιζαν...
Ήταν όρος της βραδιάς και οι σερβιτόροι τον ακολουθούσαν κατά γράμμα!
Όλοι τους ήταν 25 με 30 χρονών ντυμένοι στα λευκά  Κανένας σερβιτόρος δεν ήταν από την περιοχή, πρώτη φορά τους βλέπαμε για την ακρίβεια  και αρκετές γυναίκες μαζί με λίγους άντρες παρατηρούσα χαρούμενα τους κοιτούσαν συνεχώς μερικές εμφανώς προκλητικά και άλλες με κλεφτές ματιές.
Οι σερβιτόροι χαμογελούσαν σαν ανταπόδοση και η ένταση ανέβαινε μέσα στην αίθουσα.  Ένταση που βοηθούσε στην κατανάλωση κρασιού και η κατανάλωση κρασιού έκανε τον χρόνο να εξαφανίζεται.   Σίγουρα είχε περάσει τις 3:00 αλλά η αλήθεια είναι ότι είχα χάσει την αίσθηση της ώρας προ πολλού.
Έπινα σιγά σιγά από την αρχή γιατί ήξερα ότι θα με χτυπούσε γρήγορα.

Ήμασταν το πολύ ακόμα 20 άτομα όρθια και 15 σερβιτόροι.   Όλοι οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν με τα κεφάλια ακουμπισμένα πάνω στα τραπέζια.

Μια γουλιά ακόμα.  Κοίταξα γύρω μου περιμένοντας κάποιον να πεταχτεί και να μου ξαναγεμίσει το ποτήρι αλλά στην αίθουσα όλοι οι σερβιτόροι είχαν εξαφανιστεί.

Η μουσική σταμάτησε.
Τα φώτα έσβησαν.
Κραυγές ακούστηκαν από την άλλη άκρη του κτιρίου.  Ήχοι από τρεξίματα, γρυλίσματα, ουρλιαχτά ακουγόντουσαν παντού.
Ήταν απίστευτο!   Από τα περίπου 400 άτομα μόνο οι 20 ήμασταν όρθιοι αλλά αρκετά μεθυσμένοι ώστε να καταλάβουμε τι συμβαίνει.
Πολλά κόκκινα μάτια έτρεχαν συνεχώς γύρω μας μέσα στο σκοτάδι· από τραπέζι σε τραπέζι με περισσότερα ουρλιαχτά πόνου να γεμίζουν την ατμόσφαιρα.

  Μαζευτήκαμε όλοι όσοι μπορούσαμε ακόμα να σταθούμε όρθιοι σε μια γωνία του κτιρίου. Κάποιος τσέκαρε τις πόρτες και με τρόμο ανακοίνωσε ότι ήταν κλειδωμένες.  Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να μείνουμε ενωμένοι και να περιμένουμε κάποια ευκαιρία.  Γύρω μας το πραγματικό φαγοπότι είχε ξεκινήσει.  Πλάσματα ορμούσαν σε όσους ήταν αρκετά μεθυσμένοι ώστε να προβούν σε κάποια αντίσταση και τους κατασπάραζαν.

  Δίπλα μου κρατούσα την Αρετή, ο Γιώργος και η Μαρία ήταν μπροστά μου που με αρκετή προσπάθεια τους είχαμε καταφέρει να τους σηκώσουμε από τις καρέκλες τους.  Οι υπόλοιποι από το τραπέζι μου δεν ξυπνούσαν με ότι τρόπο και να δοκιμάσαμε.
  Στην τσέπη μου είχα έναν αναπτήρα που μόλις ανακάλυψα ψηλαφίζοντας τον και άφησα την Αρετή σε κάποιον δίπλα μου.  Αμέσως έτρεξα να βρω κάτι να βάλω φωτιά.
Ευτυχώς το υφασμάτινο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι μπροστά μου είχε ποτιστεί από το αλκοόλ και άναψε αμέσως όμως αυτό που αποκαλύφτηκε μπροστά μου ήταν πέρα από κάθε φαντασία.
  Τριχωτό και τεράστιο.   Το σώμα του ήταν κάπως ανθρώπινο.   Περπατούσε στα 2 πόδια αλλά το πρόσωπο του... δεν ήταν ανθρώπινο καθόλου!   Δύο κόκκινα μάτια με τριχωτό μέτωπο και μακρόστενο στόμα με μεγάλα κοφτερά δόντια να ολοκληρώνουν το σύνολο.
Έμοιαζε κάπως σαν σκύλο η μάλλον με κάτι ποιο άγριο...  θα έλεγε κανείς ότι το πλάσμα μπροστά μας βγήκε μέσα από τις εικόνες λυκανθρώπων που βλέπαμε μόνο σε ταινίες!
Ω θεέ μου το πλάσμα αυτό δεν θα έπρεπε να υπάρχει και ήταν εδώ!

Μας κοιτούσε με απόλυτο μίσος συνειδητοποίησα και κάτι δεν το άφηνε να πλησιάσει περισσότερο.   Ήταν η φωτιά; Ίσως αυτή ήταν η ευκαιρία που ψάχναμε!

  Τράβηξα το πύρινο ξύλινο τραπέζι κοντά στους υπόλοιπους και αρχίσαμε να το σπάμε σε κομμάτια.   Το ύφασμα συνέχιζε να καίγεται με την μαγική μπλε φλόγα και τα σπασμένα ξύλα τροφοδοτούσαν την φωτιά κάνοντας την μεγαλύτερη.

  Η φωτιά όμως προσέλκυε περισσότερα πλάσματα βγαλμένα από την κόλαση και πλέον μπροστά μας είχαμε 15 με 20 από αυτά που ερχόντουσαν συνεχώς προς τα εδώ.   Είχαν μαζευτεί όλα γύρω μας. Οι φλόγες τα εμπόδιζαν. Αυτά μας κοιτούσαν.  Δεν θα αφήναμε με τίποτα την φωτιά να σβήσει.  Η σκηνή ήταν σαν να πάγωσε στον χρόνο.  Λίγη ώρα πέρασε ώσπου μερικά από τα πλάσματα έχασαν το ενδιαφέρον τους προς τα εμάς και αποχώρισαν προς τα πίσω.  Με τρόμο έβλεπα να ορμάνε στα ποιο κοντινά τραπέζια και να τρώνε όποιον έβρισκαν...

Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα παρά μόνο να βλέπουμε..

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα