Μην με πληγώσεις ξανά

2.1K 246 10
                                    

-Καλησπέρα, ψέλλισε αναστατωμένη.

-Γεια σου μωρό μου, είπε ο Γρηγόρης και απομακρύνθηκε από μένα.

-Γεια, είπα κι εγώ φυσώντας τη μύτη μου σε ένα χαρτομάντιλο.

-Τι έπαθες; Με ρώτησε ανήσυχα

-Χώρισα... είπα και άρχισα πάλι να κλαίω.

Η κοπέλα με κοιτούσε σαν χαμένη. Προσπάθησα να της εξηγήσω αλλά οι λυγμοί δεν με άφηναν κι έτσι ανέλαβε ο Γρηγόρης.

-Δεν το πιστεύω ότι ο Αλέξης μπόρεσε να σε χωρίσει. Αυτός δεν κάνει χωρίς εσένα. Εκείνο το βράδυ κρεμόταν από τα χείλη σου. Ζούσε και ανέπνεε μόνο για σένα.

-Και μετά με χώρισε, είπα χωρίς να σταματήσω την κλάψα.

-Έλα βρε Μυρτώ μου, δεν μπορεί εσείς οι δυο είστε ο ένας για τον άλλο. Θα τα ξαναβρείτε, είπε εκείνη και με αγκάλιασε.

-Μακάρι γιατί δεν ξέρω πώς να ζήσω ξανά χωρίς εκείνον.

Η Ξένια στάθηκε δίπλα μου μαζί με τον Γρηγόρη. Με βοήθησε η παρέα της εκείνες τις μέρες. Με έπαιρνε καθημερινά τηλέφωνο να δει πως είμαι και κατάφερε δυο τρεις φορές να με παρασύρει να βγούμε για καφέ. Στην τελευταία μας έξοδο με ρώτησε και για τον Ανέστη.

-Έχεις πάει να τον δεις καθόλου;

-Όχι. Ντρέπομαι να τον αντικρύσω. Φοβάμαι μην δω κι κείνον. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσω αν τον δω Ξένια.

-Μυρτώ μου το καταλαβαίνω αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να πας να δεις τον Ανέστη.

-Έχεις δίκιο το ξέρω. Όλο λέω σήμερα θα πάω κι όλο το αναβάλλω.

-Θέλεις να πάμε μαζί;

-Όχι Ξένια μου. Κάποια στιγμή θα πρέπει να το κάνω κι αυτό. Καλύτερα να το κάνω μόνη.

Την επόμενη μέρα αποφάσισα να πάω να δω τον Ανέστη στο νοσοκομείο. Από την μία ήλπιζα να πετύχω και τον Αλέξη από την άλλη φοβόμουν αυτή τη συνάντηση. Δεν με είχε αναζητήσει και αυτό με πονούσε περισσότερο από κάθε τι. Το πόσο εύκολα με έβγαλε από τη ζωή του.

Έφτασα και ανέβηκα στον όροφο που βρισκόταν ο πρώην φίλος μου. Έξω στο διάδρομο βρισκόταν ο πατέρας του Ανέστη και ο Αλέξης.

Φαινόταν ταλαιπωρημένος. Άυπνος, με κόκκινα μάτια και μαύρους κύκλους. Είχε χάσει κι εκείνος κιλά. Δεν ήθελα να τον συμπονέσω μα το έκανα. Τον έβλεπα σε αυτή τη κατάσταση και πονούσα διπλά. Πλησίασα κοντά τους και τους χαιρέτισα. Με κοίταξε με τα υπέροχα μάτια του και προς στιγμήν φάνηκε να χάρηκε που με έβλεπε. Περιεργάστηκε την εμφάνιση μου, είχα τα χάλια μου και το ήξερα. Είχα κάνει φιλότιμες προσπάθειες να κρύψω τους μαύρους κύκλους αλλά όλη η όψη μου μαρτυρούσε πως ζούσα έναν εφιάλτη όλες αυτές τις μέρες.

Φάνηκε θυμωμένος. Με μένα ή με τον εαυτό του δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα.

-Εμένα με συγχωρείτε, είπε και έφυγε.

-Αλέξη μείνε, είπε ο θείος του.

-Δεν μπορώ, είπε εκείνος και έφυγε αφήνοντας με να βουλιάζω στη δυστυχία. Με μισούσε; Με κατηγορούσε; Τόσο πολύ λοιπόν δεν άντεχε να με βλέπει.

Δάκρυσα αλλά πετάρισα τα βλέφαρα για να μην με δει ο μπαμπάς του Ανέστη να κλαίω.

-Λυπάμαι Μυρτώ. Μου είπε ότι χωρίσατε. Προσπάθησα να του μιλήσω κι εγώ αλλά δεν με ακούει. Πάντα ήταν ξεροκέφαλος, είπε κι εγώ απλά κούνησα το κεφάλι.

-Πως είναι ο Ανέστης;

-Καλύτερα παιδί μου. Τώρα κοιμάται.

-Ο Αλέξης του μίλησε;

-Όχι. Δεν δέχεται να τον δει. Θέλει χρόνο παιδί μου. Τον ξέρω το γιο μου και ξέρω ότι σύντομα θα του περάσει ο θυμός.

Έμεινα λίγη ώρα ακόμα ελπίζοντας να επιστρέψει ο Αλέξης αλλά δεν φάνηκε. Αποχαιρέτησα τον κύριο Ζαφείρη και υποσχέθηκα να πάω πάλι την επόμενη.

Φεύγοντας τον είδα στο προαύλιο του νοσοκομείου να με κοιτάει. Δεν μπόρεσα να αποκρυπτογραφήσω το βλέμμα του. Δεν μου έδωσε άλλωστε τον χρόνο. Σχεδόν αμέσως μου γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Η αντίδραση του με πλήγωνε περισσότερο αλλά δεν είχα τι άλλο να κάνω.

Το βράδυ ήταν ακόμα μια φορά δύσκολο και το πρωί ξύπνησα πάλι κουρασμένη κι άρχισα να ετοιμάζομαι για τη δουλειά. Δεν είχα πολλές μέρες που είχα επιστρέψει στη δουλειά. Δεν είχε κανένα νόημα να κρύβομαι άλλο. Δεν ένιωθα καλύτερα αλλά έπρεπε κάπως να αντιμετωπίσω όλο αυτό. Όσο ήξερα ότι ο Αλέξης είναι ζωντανός κι όσο ζούσα κι εγώ δεν θα σταματούσα να ελπίζω ότι μια μέρα θα είμαστε και πάλι μαζί. Κι αυτή η ελπίδα μου έδωσε λίγο κουράγιο να παλέψω με τους δαίμονες του χωρισμού μας όπως και τότε, πριν από δέκα χρόνια που τον έχασα για πρώτη φορά.

Το αφεντικό μου είχε προσέξει πως ήμουν κάθε μέρα και χειρότερα αλλά ήταν πολύ διακριτικός για να ρωτήσει.

-Αν χρειαστείς κι άλλη άδεια μην ντραπείς να μου ζητήσεις. Και για ότι θέλεις είμαι εδώ, ήταν τα μόνα που μου είπε και ομολογώ ότι με είχε συγκινήσει.

Μετά τη δουλειά είχα αποφασίσει να περάσω από το νοσοκομείο. Βγαίνοντας από το γραφείο είδα τον Αλέξη να με περιμένει ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου. Τον πλησίασα διστακτικά κι εκείνος με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ήταν τόσο χάλια η όψη του, τόσο πονεμένη η ματιά του, που πιάστηκε η ψυχή μου.

-Γεια, ψέλλισα

-Γεια... Μπορείς να πάμε κάπου να μιλήσουμε; Δεν χρειάστηκε να μου πει κάτι άλλο. Άνοιξα την πόρτα κι έκατσα στη θέση του συνοδηγού με αναπτερωμένες ελπίδες και μια παράκληση μόνο να επαναλαμβάνετε μέσα στο κεφάλι μου:

«Μην με πληγώσεις ξανά»











Υπήρξες.On viuen les histories. Descobreix ara