κεφάλαιο 31

4.5K 553 9
                                    

Μετά από εκείνη την έκρηξη τρυφερότητας από την πλευρά του Νικ δεν έγινα μάρτυρας άλλης παρόμοιας εκδήλωσης απο την μεριά του. Ένα μεγάλο διάστημα έλειπε συνεχώς από το σπίτι και με άφηνε πίσω πάντα με την παρέα του Τζο ή κάπου άλλου σωματοφύλακα. Οι οδηγίες ήταν σαφής, δεν επιτρεπόταν να αφήσω το σπίτι για κανέναν απολύτως λόγο. Ζούσα σε μια φυλακή... με ακριβές ανέσεις...

Δεν το άντεχα.... τα νεύρα και διάθεσή μου βρισκόταν συνεχώς σε τεντωμένο σχοινί, και ειλικρινά είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Ένιωθα ότι έπεφτα σε ένα τέλμα, που εμένα δεν μου ταίριαζε... Πάντα ήμουν άνθρωπος της δράσης, ακόμα και η κίνηση, του να αρπάξω κάτι που δεν ήταν δικό μου, αλλά απαραίτητο για την επιβίωσή μου, ανέβαζε πάντα την αδρεναλίνη μου στα ύψη. Μου έλειπε... μου έλειπε η ελευθερία που είχα... μου έλειπε να αποφασίζω εγώ για τον εαυτό μου... μου έλειπε η Λιβ που ήμουν κι ας ζούσα στην ανέχεια και στην φτώχια.

Ο Νικ γύριζε πάντα αργά την νύχτα, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Τον άκουγα να μπαίνει στο δωμάτιό μου σαν τον κλέφτη κρατώντας πάντα ποτό στα χέρια του και πονούσα μέσα μου. Δεν ξέρω γιατί... Φαινόταν δυστυχισμένος... εγώ του το προκαλούσα αυτό; Μήπως τελικά συνειδητοποίησε ότι του ήμουν βάρος; Γι αυτό δεν γύριζε σπίτι του ποτέ νωρίς; Το μυαλό μου το βασάνιζα συνεχώς με τέτοιες σκέψεις... Μήπως εκείνο το δισκάκι τελικά τον κατέστρεφε επειδή δεν το είχε; Ένιωθα φοβερές τύψεις που δεν κατάφερα να το προστατεύσω όπως όφειλα. Το έχασα μέσα από τα χέρια μου...κατάφερα να το σώσω από τον παραλίγο δολοφόνο μου και τελικά χάθηκε μέσα από το ίδιο του το σπίτι. "Σκατά..." μονολογούσα και έκοβα εκνευρισμένη βόλτες μέσα στο άδειο σπίτι. Λίγο ακόμα και το κεφάλι μου θα εκραγόταν...

Σήκωσα το τηλέφωνο του σπιτιού, και κάλεσα το κινητό του Νικ. Η βραχνή φωνή του έφτασε στα αυτιά μου και μου φάνηκε οτι είχα να την ακούσω μέρες. "Τι τρέχει Λιβ; Είσαι καλά;" με ρώτησε μόλις το απάντησε. "Νικ.." ήμουν διστακτική μα πήρα βαθιά ανάσα και συνέχισα "θέλω να βγω βόλτα" είπα ξαφνικά και άκουσα την αναπνοή του να βαραίνει. "Τους κανόνες τους ξέρεις Λιβ..." είπε κοφτά και ετοιμάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο. "Εάν δεν με αφήσεις να βγω, έστω με τον Τζο, θα το κάνω κρυφά... και ξέρεις ότι έχω τον τρόπο" είπα ξαφνικά παίζοντάς τα όλα για όλα. Εννοείτε οτι δεν είχα κανένα τρόπο να το κάνω, ειδικά τώρα που η κοιλιά μου είχε αρχίσει να φαίνεται αρκετά και με εμπόδιζε να τρέχω όπως πριν, αλλά εκείνος με φοβόταν και ήλπιζα να το πίστευε. Τον άκουσα να αναστενάζει βαθιά "Λιβ..." είπε σιγανά και ακούστηκε τόσο ωραία το όνομά μου από τα χείλη του. "Εντάξει... οκ... σε παρακαλώ... πρόσεχε... δεν είσαι μόνη σου πια" μου είπε σιγανά και έκλεισε την γραμμή. Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να αρχίσω να χοροπηδάω από την χαρά μου αλλά συγκρατήθηκα όσο μπορούσα.

Ετοιμάστηκα γρήγορα και όρμησα στην πόρτα που με περίμενε ο Τζο. Μου έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα όλο νόημα και βγήκαμε έξω. Δεν πήραμε το αυτοκίνητο αλλά περπατήσαμε μέχρι το κέντρο, μια που ο καιρός ήταν καταπληκτικός και η θερμοκρασία αρκετά καλή. Ο Τζο με οδηγούσε σε όλα τα μαγαζιά με παιδικά ρούχα και έπιπλα, και ήμουν σίγουρη οτι ενεργούσε κάτω από τις εντολές του Νικ, προσπαθώντας να μου ξυπνήσει το μητρικό μου ένστικτο. Δεν έδινα καμία απολύτως σημασία και μάλιστα εκνευριζόμουν όταν έβλεπα τον σωματοφύλακά μου να δίνει συνεχώς αναφορά στο τηλέφωνο που βρισκόμασταν και τι κάναμε. Ο δρόμος με οδήγησε στο μαγαζί του Λούκας... εκεί που ήθελα να πάω εξαρχής... Κατέβηκα βιαστικά τα σκαλιά ενώ απο πάνω ο Τζο προσπαθούσε να με πείσει να μην το κάνω γιατί το αφεντικό του θα θύμωνε.

Τον αγνόησα και άνοιξα την πόρτα. Το καμπανάκι χτύπησε δυνατά και ο φίλος μου σήκωσε τα μάτια. Τον είδα να χλωμιάζει και να καταπίνει με κόπο. Πλησίασα τον πάγκο και του έδωσα ένα δυνατό χαστούκι "ρε Λιβ!" μου φώναξε εκείνος κρατώντας το πονεμένο του μάγουλο. "Αυτό για την προδοσία σου!" του φώναξα νευριασμένη και έτριψα το χέρι που με έκαιγε. "Θα μπορούσες να με διώξεις... θα μπορούσες να μου πεις τι συνέβαινε!" του φώναξα με τον θυμό να χρωματίζει την ήδη έντονη φωνή μου. Τον είδα να κάθεται στον κάθισμα του πίσω απο τον πάγκο και να με κοιτά μετανιωμένος. Ο βλάκας... πως γινόταν κάθε φορά να με κάνει να νιώθω άσχημα για τις δικές του χαζομάρες;

"Δεν είχα επιλογή" είπε σιγανά μα του αντιγύρισα αμέσως "είχες Λούκας! Είχες!" δεν θα του το έκανα εύκολο... "μπορούσες να μου μιλήσεις.. έβλεπες τα χάλια μου, ήσουν το μοναδικό άτομο που εμπιστευόμουν και παρόλαυτα εσύ με πρόδωσες!" συνέχισα εκτός ελέγχου. Άκουσα το καμπανάκι πίσω μου και είδα τον Τζο να μπαίνει μέσα. Αυτός μου έλειπε σκέφτηκα πικραμένη και αφού πλησίασα τον Λούκας τον άρπαξα και τον πήγα στο πίσω δωμάτιο. "Ήρθε εδώ πριν εσύ έρθεις σε μένα... με απείλησε...Έπειτα ήρθες σπίτι μου, έβλεπα τα χάλια σου δεν ήξερα τι να κάνω..." "και έτρεξες να τον βρεις; Αυτός θα με βοηθούσε; Από αυτόν ήθελα να ξεφύγω!" τον έκοψα απότομα ρίχνοντάς του το θανατηφόρο μου βλέμμα. "Όταν σε χώσανε μέσα, ήμουν σίγουρος ότι εγώ θα έβρισκα τον μπελά μου, και προσπάθησα να βρω τα λεφτά για να μην το μάθει... αλλά το καθίκι το έμαθε! Όμως μπορεί και μαθαίνει τα πάντα! Την μέρα που σε έβγαλε ήρθε έξαλλος σπίτι μου απειλώντας με.. με χτύπησε!" φώναξε ο Λούκας χωρίς να δίνει σημασία στον Τζο που είχε προβάλει στην πόρτα. "Μου έλεγε ασυναρτησίες, ότι σε άγγιξα, και μετά ζητούσε το λόγο που δεν του είπα για... για.." σταμάτησε απότομα και έδειξε την κοιλιά μου. Ξεφύσηξα δυνατά... Είχα μπλέξει με ανώμαλους και έπρεπε επιτέλους να το αποδεχτώ... Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα εκείνης της μέρας.. Ο Νικ με άφησε ξαφνικά, εξαφανίστηκε για μερικές ώρες, αφήνοντάς με, με τον Τζο, κι έπειτα γύρισε σπίτι με τον γιατρό. Είχε πάει πρώτα στον Λούκας!

Στο δρόμοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα