ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ

5.8K 642 9
                                    

Το ταξίδι ήταν αρκετά κουραστηκό,όχι για τον Έρικ, έτσι κι αλλιώς κοιμόταν όλη την ώρα,αλλά για μένα που δε μπορούσα, καθώς ένιωθα μια περίεργη αγωνία.Σα μικρό κορίτσι η καρδιά χτυπούσε και με αναστάτωνε.Όταν κατεβήκαμε απο το αεροπλάνο σταμάτησα ένα ταξί για να μας οδηγήσει στον οικισμό.Ο μικρός ακόμα στην αγκαλιά μου με κλειστά μάτια.

Φτάσαμε και ο φύλακας που έβλεπα πρώτη φορά φώναξε να με βοηθήσουν με τις βαλίτσες.Η διαδρομή προς το σπίτι δεν έμοιαζε με αυτή που θυμόμουν.Πολλά πράγματα είχαν αλλάξει και εγώ απλώς τα καταμετρούσα σκεπτόμενη κάθε τι διαφορετικό που υπήρχε.Όταν μπήκαμε στο σπίτι έκανα οτι και τη πρώτη φορά,άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και βγήκα να δω τη θάλασσα.''Έρικ,κοίτα!'' του είπα και αργά αργά σήκωσε το κεφαλάκι του.Χρειάστηκε χρόνο μέχρι να καταλάβει τι βλέπει και μόλις συνειδητοποίησε που βρισκόταν άρχισε να κουνιέται ολόκληρος.Ο χώρος χρειαζόταν καθάρισμα οπωσδήποτε και δεν ήθελα να χάσω λεπτό.''Τι λες να με βοηθήσεις να βάλουμε μια τάξη σπίτι μας?'' είχε τέτοια αγωνία να ξεμπερδεύει για να βουτήξει στο νερό που αμέσως άρχισε να τρέχει πάνω κάτω χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει.Γέλασα με τη ψυχή μου,τον έβλεπα ευτυχισμένο και ένιωθα διπλή ευτυχία.Η αλήθεια είναι πως περισσότερο με καθυστερούσε παρά με βοηθούσε.Παρ'όλα αυτά όμως το διασκεδάσαμε και οι δύο.

Όταν τελειώσαμε κάναμε ένα ντουζ και καθώς είχε αρχίσει να πεινάει ξεκινήσαμε για το εστιατόριο.Και εκεί ακόμα υπήρχαν αλλαγές,δεν ήξερα κανέναν απο όσους δούλευαν παλιά.Μέσα μου ένιωσα ασφάλεια.Όπως τότε,ξένη ανάμεσα σε ξένους θα ξεκινούσα τη ζωή μου για ακόμα μια φορά απο την αρχή.

Καθήσαμε σε ένα τραπέζι κοντά στη θάλασσα και φάγαμε.Κοιτούσα το γιο μου ενθουσιασμένο και δεν ήθελα τίποτε άλλο σε αυτό το κόσμο.Ένα χαμόγελό του ήταν αρκετό να μου δώσει ζωή.Μου έδειχνε με το χεράκι του κάθετι που του φαινόταν καινούριο και έκανε χιλιάδες ερωτήσεις.Παρατήρησα στον οικισμό αρκετές οικογένειες και το ίδιο έκανε και ο Έρικ αφού μόλις αντίκρυσε ένα κοριτσάκι ζήτησε αμέσως να σηκωθεί απο τη θέση του.''Να πας αγόρι μου,αλλά θέλω να σε βλέπω,συμφωνοι?'' κούνησε βιαστηκά το κεφαλάκι του και έφυγε.Απόλαυσα ακόμα ένα ποτήρι κρασί βλέποντας τον.Της μίλησε,την αγκάλιασε και περπάτησε μαζί της χέρι χέρι.Δε σταμάταγα να χαμογελάω.

''Πρέπει να συμφωνήσουμε κάτι'' άκουσα έναν κύριο να μου λέει.Στεκόταν απο πάνω μου και γύρισα να τον κοιτάξω.''Ο γιος σας νομίζω πως ερωτεύτηκε τη κόρη μου''του έκανα νόημα να κάτσει.''Σας υπόσχομαι να της φερθούμε με το καλύτερο τρόπο'' είπα και αμέσως τον έκανα και εκείνον να γελάσει.''Είμαι σίγουρος,φαίνεται άλλωστε πως ξέρει τι πρέπει να κάνει.Η κόρη μου δε του αντιστάθηκε καθόλου.''έτσι ήταν και εγώ απλά καμάρωσα για εκείνον.Μετά απο αρκετή ώρα έπρεπε να σηκωθώ για να τον πάρω γιατί δεν είχε σκοπό να έρθει μόνος του ''Αγάπη μου πρέπει να γυρίσουμε.Χαιρέτησε τη φίλη σου.''κοίταξε μια εμένα και μια εκείνη ''ναι αλλά αύριο θα με φέρεις να κάνω μπάνιο μαζί της'' είδα το κοριτσάκι να μου κάνει νόημα για να πω ναι.Ποιος θα αντιστεκόταν σε τέτοια πλάσματα?''Υπόσχομαι'' και έτσι με ακολούθησε αφού της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.Χαιρέτησα και εγώ τους γονείς της με τη σειρά μου και γυρίσαμε σπίτι.

Όσο ο μικρός ήταν ξαπλωμένος εγώ χαλάρωνα στη κούνια που υπήρχε ακόμα εκεί.Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στη μυρωδιά της θάλασσας,στην ηρεμία και στο γλυκό αεράκι.Όταν τα ξανά άνοιξα διαπίστωσα οτι με είχε πάρει ο ύπνος και είχε νυχτώσει.Πετάχτηκα πάνω και μπήκα μέσα στο σπίτι.Ο Έρικ δεν ήταν πουθενά και το αίμα μου πάγωσε.Με έπιασε πανικός και μέσα στο σκοτάδι άρχισα να ψάχνω.Όσο δε τον έβρισκα τόσο τρελαινόμουν.Πήγα προς τη θάλασσα και παρακαλούσα να μη σκέφτηκε να μπει στο νερό.Τα δάκρυα αγωνίας άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό μου.Είναι μικρός,είναι σκοτάδι όλο το ίδιο και το ίδιο πίεζε το μυαλό μου.Δε σταμάταγα να περπατάω μέχρι που διέκρινα στο βάθος της παραλίας ένα πιτσιρίκι να το κρατάει κάποιος και να κάνουν βόλτα.Έτρεξα για να ρωτήσω τουλάχιστον μήπως είχαν δει το γιο μου.Πλησιάζοντας άρχισα να διαπιστώνω οτι ο μικρός ήταν ο Έρικ,τα ρούχα του,το περπάτημά του,όλα.Δε σταμάτησα μέχρι να φτάσω εκεί φωνάζοντας το όνομά του και πέφτοντας στα γόνατα.Αυτός ήταν και έμεινα να κλαίω ''Γιατί έφυγες?Γιατί αγόρι μου?'' τύλιξε τα χεράκια του γύρω απο το λαιμό μου και με κράτησε σφιχτά ''Μη κλαις μαμά.Μια βόλτα πήγα.'' έβαλα το χέρι στο στόμα καθώς η αγωνία μου ξεσπούσε ''ποτέ χωρίς εμένα Έρικ.Ποτέ!'' και εκείνος με τη γλυκιά φωνή του μου ζήτησε συγνώμη.

Τον σήκωσα στα χέρια και θέλησα να ευχαριστήσω τον κύριο που τον κρατούσε.Τα μάτια μου ακολούθησαν θολωμένα απο τα δάκρυα το σώμα του απο κάτω μέχρι τα δικά του.Αυτά τα μάτια τα ήξερα.Σκούπισα το πρόσωπό μου για να δω καθαρά και αμέσως μούδιασα.Αποκλείεται,είπα μέσα μου.Οι θεοί ξανα έριχναν τα ζάρια στο όνομά μου και αυτή τη φορά με αδικούσαν.Δε μπορούσα να ανασάνω και τα πόδια μου λύγισαν κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά μου.Εκείνος με συγκράτησε με τα δυο του χέρια και δεν σταμάτησε να με κοιτάει.Το άγγιγμά του γνώριμο και το συναίσθημα με χτύπησε αλύπητα.Δεν είπα λέξη,γύρισα και έφυγα σχεδόν τρέχοντας.Μη γυρίσεις έλεγα στον εαυτό μου,μη κοιτάξεις πίσω.

Μπήκα μέσα στο σπίτι και έκλεισα τη πόρτα.Άρχισα να πηγαινοέρχομαι κάνοντας το μικρό να με ρωτάει τι έχω πάθει.''Τίποτα μωρό μου,ανησύχησα.Θα ηρεμήσω'' έλεγα ψέμματα στο παιδί μου,τίποτα δεν ήταν ικανό να με ηρεμήσει.Τι δουλειά είχε αυτός εδώ?νόμιζα πως σκέφτηκα μα τελικά το ρώτησα δυνατά ''Ποιός μαμά?ο φίλος μου ο Μάρκους?''τότε τα πόδια μου καρφώθηκαν στη γη και το κεφάλι μου άρχισε να πονάει.''Τον ξέρεις?'' ρώτησε ξανά και λύγισα τα γόνατα για να κοιτάξω το προσωπάκι του ''Παλιά αγάπη μου,παλιά τον ήξερα.'' ήθελα να του ζητήσω να μη τον ξαναπλησιάσει αλλά θα τον τρόμαζα,θα γέμιζε απορίες που δεν ήξερα πως να δικαιολογήσω και έτσι δεν έβγαλα λέξη.

Και μόλις μου πέρναγε απο το μυαλό να το σκάσω!

μη λες ΠΟΤΕΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα